Anonymous

ᾠοειδής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ᾠοειδής''': -ές, γεν. έος, [[ὅμοιος]] ᾠῷ, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] ᾠοῦ, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 9.. 5. 28, 2, περὶ Ζ. Γεν. 2. 1, 22, κ. ἀλλ· πρβλ. [[ᾠώδης]]. ΙΙ. τὸ ᾠοειδές = τὸ ὑδατοειδές, τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ ὑδατῶδες ὑγρόν, Γαλην. 19. 358, Θεόφιλ. Πρωτοσπαθ. σ. 152· καὶ [[αὐτόθι]] Greenhill.
|lstext='''ᾠοειδής''': -ές, γεν. έος, [[ὅμοιος]] ᾠῷ, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] ᾠοῦ, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 9.. 5. 28, 2, περὶ Ζ. Γεν. 2. 1, 22, κ. ἀλλ· πρβλ. [[ᾠώδης]]. ΙΙ. τὸ ᾠοειδές = τὸ ὑδατοειδές, τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ ὑδατῶδες ὑγρόν, Γαλην. 19. 358, Θεόφιλ. Πρωτοσπαθ. σ. 152· καὶ [[αὐτόθι]] Greenhill.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />semblable à un œuf, ovale ; τὸ ᾠοειδές PLUT humeur <i>ou</i> sécrétion humide des yeux.<br />'''Étymologie:''' [[ᾠόν]], [[εἶδος]].
}}
}}