Anonymous

φωλεός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φωλεός''': ὁ, [[μετὰ]] ἑτερογενοῦς πληθ. [[φωλεά]], Νικ. παρ’ Ἀθην. 92D, Ἐπικ. δοτ. φωλειοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Θηρ. 69 ― ὀπή, [[σπήλαιον]], [[κατοικία]] ζῴου, [[μάλιστα]] δὲ [[σπήλαιον]] χρησιμεῦον ὡς [[κατοικία]] τῆς ἄρκτου, ἐν ᾧ διαμένει ἐν νάρκῃ κατὰ τὸν χειμῶνα, Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 169Ε· ἐπὶ λεόντων, Βαβρ. 106. 3· ἐπὶ τῆς φωλεᾶς τοῦ ποντικοῦ, Πυθαγ. 108. 2· τῶν [[μαλακίων]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 28· τῶν ὄφεων, Λουκ. Φιλοψ. 11· τῶν ἀλωπέκων, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. η΄, 20, κατὰ Λουκ. Θ΄, 58· τῶν Τρωγλοδυτῶν, Στράβ. 506. πρβλ. Λουκ. περὶ Ἀληθοῦς Ἱστ. 1. 37, κλπ.· ― πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ ἴδε [[φωλάς]], [[φωλεύω]]. ΙΙ. Ἰων. λέξ. σημαίνουσα [[διδασκαλεῖον]], Ἡσύχ. ― Παρὰ Βυζ. [[ὡσαύτως]] φώλευμα, τό.
|lstext='''φωλεός''': ὁ, [[μετὰ]] ἑτερογενοῦς πληθ. [[φωλεά]], Νικ. παρ’ Ἀθην. 92D, Ἐπικ. δοτ. φωλειοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Θηρ. 69 ― ὀπή, [[σπήλαιον]], [[κατοικία]] ζῴου, [[μάλιστα]] δὲ [[σπήλαιον]] χρησιμεῦον ὡς [[κατοικία]] τῆς ἄρκτου, ἐν ᾧ διαμένει ἐν νάρκῃ κατὰ τὸν χειμῶνα, Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 169Ε· ἐπὶ λεόντων, Βαβρ. 106. 3· ἐπὶ τῆς φωλεᾶς τοῦ ποντικοῦ, Πυθαγ. 108. 2· τῶν [[μαλακίων]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 28· τῶν ὄφεων, Λουκ. Φιλοψ. 11· τῶν ἀλωπέκων, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. η΄, 20, κατὰ Λουκ. Θ΄, 58· τῶν Τρωγλοδυτῶν, Στράβ. 506. πρβλ. Λουκ. περὶ Ἀληθοῦς Ἱστ. 1. 37, κλπ.· ― πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ ἴδε [[φωλάς]], [[φωλεύω]]. ΙΙ. Ἰων. λέξ. σημαίνουσα [[διδασκαλεῖον]], Ἡσύχ. ― Παρὰ Βυζ. [[ὡσαύτως]] φώλευμα, τό.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />trou, tanière, terrier, caverne où séjournent les animaux sauvages ; <i>p. ext.</i> gîte sauvage pour les hommes.<br />'''Étymologie:''' DELG rien de plausible.
}}
}}