Anonymous

ὑποκρούω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκρούω''': [[κρούω]] ἐλαφρῶς, Ἀνθ. Πλαν. 279· κτυπῶ τὸν χρόνον, δίδω τὸν χρόνον, Πλουτ. Δημοσθ. 20. ὑποκρ. τοῖς λέγουσι Λογγῖν. 41. 2. ΙΙ. μεταφορ., [[διακόπτω]], μετ’ αἰτ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 38, Ἄλεξις ἐν «Βοστρ.» 1· [[οὕτως]] ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 256, 588 (ἐν στίχῳ 618 [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ τῆς αἰσχρᾶς σημασίας τοῦ [[κρούω]])· ἀπολ., ὑποκρούσας (δηλ. εἶπε) Πλάτ. Ἐρυξ. 395Ε. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[εὑρίσκω]] ἐλλείψεις εἴς τινα, [[προσβάλλω]], ἐπιτίθεμαι, Ἀριστοφ. Πλ. 548.
|lstext='''ὑποκρούω''': [[κρούω]] ἐλαφρῶς, Ἀνθ. Πλαν. 279· κτυπῶ τὸν χρόνον, δίδω τὸν χρόνον, Πλουτ. Δημοσθ. 20. ὑποκρ. τοῖς λέγουσι Λογγῖν. 41. 2. ΙΙ. μεταφορ., [[διακόπτω]], μετ’ αἰτ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 38, Ἄλεξις ἐν «Βοστρ.» 1· [[οὕτως]] ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 256, 588 (ἐν στίχῳ 618 [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ τῆς αἰσχρᾶς σημασίας τοῦ [[κρούω]])· ἀπολ., ὑποκρούσας (δηλ. εἶπε) Πλάτ. Ἐρυξ. 395Ε. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[εὑρίσκω]] ἐλλείψεις εἴς τινα, [[προσβάλλω]], ἐπιτίθεμαι, Ἀριστοφ. Πλ. 548.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> marquer la mesure avec le pied;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> rendre son pour son, répliquer, répondre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποκρούομαι toucher par allusion à.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κρούω]].
}}
}}