Anonymous

χλιδαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλῐδαίνομαι''': Παθ., εἶμαι [[τρυφηλός]], θρύπτομαι, ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι, διάγειν ἐν χλιδῇ, δηλ. τρυφῇ Ξεν. Συμπ. 8. 8.
|lstext='''χλῐδαίνομαι''': Παθ., εἶμαι [[τρυφηλός]], θρύπτομαι, ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι, διάγειν ἐν χλιδῇ, δηλ. τρυφῇ Ξεν. Συμπ. 8. 8.
}}
{{bailly
|btext=s’abandonner à la mollesse.<br />'''Étymologie:''' [[χλιδή]].
}}
}}