Anonymous

φολλικώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φολλικώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) παρ’ Ἱππ., [[ὅπερ]] κατὰ τὸν Γαλην. = [[θυλακώδης]], «φολλικώδεα· τὰ οἰονεὶ θυλακώδεα καὶ σομφὰ» (Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592), ἐν ᾧ ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἑρμηνεύει: «φολλικώδη, τὰ ἐφιλλώδη καὶ λεπρώδη. οἱ γὰρ παλαιοὶ φόλλικας ἐκάλουν τὰς ψωρώδεις τραχύτητας».
|lstext='''φολλικώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) παρ’ Ἱππ., [[ὅπερ]] κατὰ τὸν Γαλην. = [[θυλακώδης]], «φολλικώδεα· τὰ οἰονεὶ θυλακώδεα καὶ σομφὰ» (Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592), ἐν ᾧ ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἑρμηνεύει: «φολλικώδη, τὰ ἐφιλλώδη καὶ λεπρώδη. οἱ γὰρ παλαιοὶ φόλλικας ἐκάλουν τὰς ψωρώδεις τραχύτητας».
}}
{{bailly
|btext=ης, ες,<br />dartreux, HPC. <i>Épid</i>. 4 p. 430.<br />'''Étymologie:''' φόλλιξ.
}}
}}