3,277,206
edits
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φολλικώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) παρ’ Ἱππ., [[ὅπερ]] κατὰ τὸν Γαλην. = [[θυλακώδης]], «φολλικώδεα· τὰ οἰονεὶ θυλακώδεα καὶ σομφὰ» (Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592), ἐν ᾧ ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἑρμηνεύει: «φολλικώδη, τὰ ἐφιλλώδη καὶ λεπρώδη. οἱ γὰρ παλαιοὶ φόλλικας ἐκάλουν τὰς ψωρώδεις τραχύτητας». | |lstext='''φολλικώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) παρ’ Ἱππ., [[ὅπερ]] κατὰ τὸν Γαλην. = [[θυλακώδης]], «φολλικώδεα· τὰ οἰονεὶ θυλακώδεα καὶ σομφὰ» (Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592), ἐν ᾧ ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἑρμηνεύει: «φολλικώδη, τὰ ἐφιλλώδη καὶ λεπρώδη. οἱ γὰρ παλαιοὶ φόλλικας ἐκάλουν τὰς ψωρώδεις τραχύτητας». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες,<br />dartreux, HPC. <i>Épid</i>. 4 p. 430.<br />'''Étymologie:''' φόλλιξ. | |||
}} | }} |