Anonymous

φαλλός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαλλός''': ὁ, [[ὁμοίωμα]] ἀνδρικοῦ αἰδοίου ὃ περιήγετο ἐν μεγάλῃ πομπῇ κατὰ τὰ Βακχικὰ [[ὄργια]] ὡς [[σύμβολον]] τῆς παραγωγικῆς δυνάμεως τῆς φύσεως, Ἡρόδ. 2. 48, 49, Ἀριστοφ. Ἀχ. 243, Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 16˙ ― ἡ ἔτι καὶ νῦν διατηρουμένη παρ’ Ἰνδοῖς [[λατρεία]] τοῦ Lingam [[εἶναι]] τῆς αὐτῆς φύσεως. Ὁ φαλλὸς ἦτο πεποιημένος ἐκ ξύλου συκῆς ([[σύκινος]]), πρβλ. Meineke εἰς Στράττιδος «Ψυχαστὰς» 4˙ ἀλλὰ [[συχνάκις]] καὶ ἐκ σκύτους ([[σκύτινος]]), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Πρβλ. [[φαλῆς]].
|lstext='''φαλλός''': ὁ, [[ὁμοίωμα]] ἀνδρικοῦ αἰδοίου ὃ περιήγετο ἐν μεγάλῃ πομπῇ κατὰ τὰ Βακχικὰ [[ὄργια]] ὡς [[σύμβολον]] τῆς παραγωγικῆς δυνάμεως τῆς φύσεως, Ἡρόδ. 2. 48, 49, Ἀριστοφ. Ἀχ. 243, Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 16˙ ― ἡ ἔτι καὶ νῦν διατηρουμένη παρ’ Ἰνδοῖς [[λατρεία]] τοῦ Lingam [[εἶναι]] τῆς αὐτῆς φύσεως. Ὁ φαλλὸς ἦτο πεποιημένος ἐκ ξύλου συκῆς ([[σύκινος]]), πρβλ. Meineke εἰς Στράττιδος «Ψυχαστὰς» 4˙ ἀλλὰ [[συχνάκις]] καὶ ἐκ σκύτους ([[σκύτινος]]), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Πρβλ. [[φαλῆς]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />phallus, membrum virile.<br />'''Étymologie:''' DELG rac. i.-e. signifiant « se gonfler » ; cf. [[φάλλαινα]], [[φάλαινα]]¹.
}}
}}