Anonymous

ὑπέρτασις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρτᾰσις''': -εως, ἡ, ὑπερβάλλουσα [[ἔντασις]], τῶν νεύρων Ζωναρ. Χρον. τ. 1, σ. 39., τ. 2. σ. 8, κλπ.· ὑπ. ὑπέρ τι, [[ὕψωσις]] [[ὑπεράνω]] τινός, Μᾶρκ. Ἀντων. 10. 8.
|lstext='''ὑπέρτᾰσις''': -εως, ἡ, ὑπερβάλλουσα [[ἔντασις]], τῶν νεύρων Ζωναρ. Χρον. τ. 1, σ. 39., τ. 2. σ. 8, κλπ.· ὑπ. ὑπέρ τι, [[ὕψωσις]] [[ὑπεράνω]] τινός, Μᾶρκ. Ἀντων. 10. 8.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />tension excessive ; élévation.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερτείνω]].
}}
}}