3,274,133
edits
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χοϊκός''': -ή, -όν, ([[χοῦς]] Β) ὁ ἐκ χώματος, ἐκ γῆς, ὡς τὸ γήϊνος, [[πήλινος]], Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 47, Κλήμ. Ἀλ. 981, Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 613. ΙΙ. ἴδε [[χοῦς]] (Α) ἐν τέλει. | |lstext='''χοϊκός''': -ή, -όν, ([[χοῦς]] Β) ὁ ἐκ χώματος, ἐκ γῆς, ὡς τὸ γήϊνος, [[πήλινος]], Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 47, Κλήμ. Ἀλ. 981, Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 613. ΙΙ. ἴδε [[χοῦς]] (Α) ἐν τέλει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />fait de terre.<br />'''Étymologie:''' [[χόος]]². | |||
}} | }} |