3,270,297
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φθειριάω''': μέλλ. -άσω, [ᾱ], εἶμαι [[πλήρης]] φθειρῶν, «ψειριάζω», Διογ. Λ. 5. 5. ― ἰδίως, [[πάσχω]] ἐκ φθειριάσεως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 368, Πλουτ. Σύλλ. 36· ἐπὶ πτηνῶν καὶ προβάτων, Γεωπον. 17. 29. | |lstext='''φθειριάω''': μέλλ. -άσω, [ᾱ], εἶμαι [[πλήρης]] φθειρῶν, «ψειριάζω», Διογ. Λ. 5. 5. ― ἰδίως, [[πάσχω]] ἐκ φθειριάσεως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 368, Πλουτ. Σύλλ. 36· ἐπὶ πτηνῶν καὶ προβάτων, Γεωπον. 17. 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être atteint de la maladie pédiculaire.<br />'''Étymologie:''' [[φθείρ]]. | |||
}} | }} |