Anonymous

φθειριάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθειριάω''': μέλλ. -άσω, [ᾱ], εἶμαι [[πλήρης]] φθειρῶν, «ψειριάζω», Διογ. Λ. 5. 5. ― ἰδίως, [[πάσχω]] ἐκ φθειριάσεως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 368, Πλουτ. Σύλλ. 36· ἐπὶ πτηνῶν καὶ προβάτων, Γεωπον. 17. 29.
|lstext='''φθειριάω''': μέλλ. -άσω, [ᾱ], εἶμαι [[πλήρης]] φθειρῶν, «ψειριάζω», Διογ. Λ. 5. 5. ― ἰδίως, [[πάσχω]] ἐκ φθειριάσεως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 368, Πλουτ. Σύλλ. 36· ἐπὶ πτηνῶν καὶ προβάτων, Γεωπον. 17. 29.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être atteint de la maladie pédiculaire.<br />'''Étymologie:''' [[φθείρ]].
}}
}}