Anonymous

ὑποπτήσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποπτήσσω''': μέλλ. -ξω· πρκμ. ὑπέπτηχα. «Ζαρώνω» ἐκ φόβου ὡς οἱ λαγοὶ καὶ τὰ πτηνά κλ., πετάλοις [[ὑποπεπτηῶτες]] (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ ὑποπεπτηκότες, πρβλ. κατ-, [[προσπτήσσω]]), Ἰλ. Β. 31· [[οὕτως]], ὑποπτήξας τάφῳ Εὐρ. Ἑλ. 1203. ΙΙ. μεταφ., [[κύπτω]] ἐνώπιόν τινος, «ζαρώνω», τινὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 1· [[ὡσαύτως]], ὑπ. τινα Αἰσχύλ. Πρ. 960 (πρβλ. 29), Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8, μετ’ αἰτ., ὑπ. τὸ ἀξίωμά τινος Αἰσχίν. 42. 1· - ἀπολ., συστέλλομαι, ὡς ἂν [[παῖς]] [[μηδέπω]] ὑποπτήσσων Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 8· ὑπέπτηχε [[μετὰ]] σημασ. ἐνεστ., Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 4.
|lstext='''ὑποπτήσσω''': μέλλ. -ξω· πρκμ. ὑπέπτηχα. «Ζαρώνω» ἐκ φόβου ὡς οἱ λαγοὶ καὶ τὰ πτηνά κλ., πετάλοις [[ὑποπεπτηῶτες]] (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ ὑποπεπτηκότες, πρβλ. κατ-, [[προσπτήσσω]]), Ἰλ. Β. 31· [[οὕτως]], ὑποπτήξας τάφῳ Εὐρ. Ἑλ. 1203. ΙΙ. μεταφ., [[κύπτω]] ἐνώπιόν τινος, «ζαρώνω», τινὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 1· [[ὡσαύτως]], ὑπ. τινα Αἰσχύλ. Πρ. 960 (πρβλ. 29), Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8, μετ’ αἰτ., ὑπ. τὸ ἀξίωμά τινος Αἰσχίν. 42. 1· - ἀπολ., συστέλλομαι, ὡς ἂν [[παῖς]] [[μηδέπω]] ὑποπτήσσων Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 8· ὑπέπτηχε [[μετὰ]] σημασ. ἐνεστ., Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf.</i> ὑπέπτηχα;<br />se blottir de peur sous, τινι ; <i>p. ext.</i> se cacher de peur, trembler : τινι <i>ou</i> τινα devant qqn ; <i>abs.</i> être timide <i>ou</i> modeste.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πτήσσω]].
}}
}}