Anonymous

ὑπανίημι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπανίημι''': χαλαρώνω ὀλίγον, [[μετριάζω]] κἄπως, τὸ [[λίαν]] ἀπάνθρωπον Πλουτ. Δίων 7· ὑπανίει τῶν δεσμῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., τοῦ φόβου ὑπανέντος Πλουτ. Αἰμίλ. 23· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., Φίλων.
|lstext='''ὑπανίημι''': χαλαρώνω ὀλίγον, [[μετριάζω]] κἄπως, τὸ [[λίαν]] ἀπάνθρωπον Πλουτ. Δίων 7· ὑπανίει τῶν δεσμῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., τοῦ φόβου ὑπανέντος Πλουτ. Αἰμίλ. 23· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., Φίλων.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπανήσω, <i>ao.</i> ὑπανῆκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> relâcher peu à peu, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se relâcher.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀνίημι]].
}}
}}