Anonymous

φίλτρον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φίλτρον''': τό, ([[κυρίως]] [[φίλητρον]], ἐκ τοῦ [[φιλέω]]), [[μέσον]] μαγικὸν ἢ [[φάρμακον]] διεγεῖρον τὸν ἔρωτα ἢ ἐπαναφέρον αὐτόν, (πρβλ. τὸ Σαιξπήρειον “medicines to make me love him”, Shaksp. Henr. IV, 2, 2), ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος Εὐρ. Ἱππόλ. 509, πρβλ. Φοιν. 1260, Ἀνδρ. 541, κλπ.· ἐπὶ φίλτροις, οὐκ ἐπὶ θανάτῳ δοῦναι [[φάρμακον]] Ἀντιφῶν 112. 26· ἐπὶ τοῦ χιτῶνος ὃν ἡ Δηϊάνειρα ἔβαψεν εἰς τὸ [[αἷμα]] τοῦ Νέσσου καὶ ἔπεμψεν εἰς τὸν Ἡρακλέα [[ὅπως]] ἀνακτήσηται τὴν ἀγάπην [[αὐτοῦ]], φίλτροις δ’ ἐάν πως τήνδ’ ὑπερβαλώμεθα Σοφ. Τρ. 584, 1142· τὸ φυτὸν ἱππομανές, Αἰλ. π. Ζ. 14. 18, πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 3. 281· ― τὰ φίλτρα συνεσκευάζοντο διὰ μαγικῶν τελετῶν, Θεόκρ. 2. 1 κἑξ.· [[ἐνίοτε]] ἦσαν θανατηφόρα, Ἀριστ. Ἠθ. Μεγ. 1. 16, 2, Ἀλκίφρ. 1. 37. 2) [[καθόλου]] [[θέλγητρον]] ἢ [[μέσον]] δι’ οὗ προσελκύει τις τὴν συμπάθειάν τινος ἢ ἐπιδρᾷ ἐπ’ αὐτόν, Πινδ. Π. 3. 112· [[ὅθεν]] ὁ χαλινὸς καλεῖται φ. ἵππειον ὁ αὐτ. ἐν Ο. 13. 95· οἱ Χρησμοὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καλοῦνται φίλτρα τόλμης, μέσα παράγοντα τόλμην, Αἰσχύλ. Χο. 1029· τὰ τέκνα λέγονται [[φίλτρον]] ἀγάπης τῶν γονέων, Εὐριπίδ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 917, Ἀποσπ. 104, πρβλ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1407· αἱ ξυγγενεῖς ὁμιλίαι... φ. οὐ σμικρὸν φρενῶν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 52· ἐπὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 207· ἔν ἐστ’ ἀληθὲς [[φίλτρον]], [[εὐγνώμων]] [[τρόπος]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 100· [[φίλτρον]] εἰρήνης, [[μέσον]] παρέχον εἰρήνην, Πλουτ. Νουμ. 16· οὕτω, φίλτρα γάμου Ἀνθ. Παλατ. 9. 422· 3) ἐν τῷ πληθ., [[ἀγάπη]], [[ἔρως]], [[στοργή]], τὰ θεῶν δὲ φίλτρα φροῦδα Τροίᾳ Εὐρ. Τρῳ. 859, πρβλ. Ἠλ. 1309, Αἰλ. π. Ζῴων 10. 17, Ἀνθ. Παλατ. 7. 623, Ἕρμανν. εἰς Ὀρφ. σ. 823. ΙΙ. ἡ ἐν τῷ ἄνω χείλει [[κοιλότης]], ἡ ὑπὸ τὴν [[ῥῖνα]] (ἡ δὲ ἐν τῷ [[κάτω]] χείλει ἐκαλεῖτο [[τύπος]] ἢ [[νύμφη]]) [[Πολυδ]]. Β΄, 90. ΙΙΙ. ἕτερον [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ σταφυλίνου, Εὐστ. 1163, 10.
|lstext='''φίλτρον''': τό, ([[κυρίως]] [[φίλητρον]], ἐκ τοῦ [[φιλέω]]), [[μέσον]] μαγικὸν ἢ [[φάρμακον]] διεγεῖρον τὸν ἔρωτα ἢ ἐπαναφέρον αὐτόν, (πρβλ. τὸ Σαιξπήρειον “medicines to make me love him”, Shaksp. Henr. IV, 2, 2), ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος Εὐρ. Ἱππόλ. 509, πρβλ. Φοιν. 1260, Ἀνδρ. 541, κλπ.· ἐπὶ φίλτροις, οὐκ ἐπὶ θανάτῳ δοῦναι [[φάρμακον]] Ἀντιφῶν 112. 26· ἐπὶ τοῦ χιτῶνος ὃν ἡ Δηϊάνειρα ἔβαψεν εἰς τὸ [[αἷμα]] τοῦ Νέσσου καὶ ἔπεμψεν εἰς τὸν Ἡρακλέα [[ὅπως]] ἀνακτήσηται τὴν ἀγάπην [[αὐτοῦ]], φίλτροις δ’ ἐάν πως τήνδ’ ὑπερβαλώμεθα Σοφ. Τρ. 584, 1142· τὸ φυτὸν ἱππομανές, Αἰλ. π. Ζ. 14. 18, πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 3. 281· ― τὰ φίλτρα συνεσκευάζοντο διὰ μαγικῶν τελετῶν, Θεόκρ. 2. 1 κἑξ.· [[ἐνίοτε]] ἦσαν θανατηφόρα, Ἀριστ. Ἠθ. Μεγ. 1. 16, 2, Ἀλκίφρ. 1. 37. 2) [[καθόλου]] [[θέλγητρον]] ἢ [[μέσον]] δι’ οὗ προσελκύει τις τὴν συμπάθειάν τινος ἢ ἐπιδρᾷ ἐπ’ αὐτόν, Πινδ. Π. 3. 112· [[ὅθεν]] ὁ χαλινὸς καλεῖται φ. ἵππειον ὁ αὐτ. ἐν Ο. 13. 95· οἱ Χρησμοὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καλοῦνται φίλτρα τόλμης, μέσα παράγοντα τόλμην, Αἰσχύλ. Χο. 1029· τὰ τέκνα λέγονται [[φίλτρον]] ἀγάπης τῶν γονέων, Εὐριπίδ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 917, Ἀποσπ. 104, πρβλ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1407· αἱ ξυγγενεῖς ὁμιλίαι... φ. οὐ σμικρὸν φρενῶν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 52· ἐπὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 207· ἔν ἐστ’ ἀληθὲς [[φίλτρον]], [[εὐγνώμων]] [[τρόπος]] Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 100· [[φίλτρον]] εἰρήνης, [[μέσον]] παρέχον εἰρήνην, Πλουτ. Νουμ. 16· οὕτω, φίλτρα γάμου Ἀνθ. Παλατ. 9. 422· 3) ἐν τῷ πληθ., [[ἀγάπη]], [[ἔρως]], [[στοργή]], τὰ θεῶν δὲ φίλτρα φροῦδα Τροίᾳ Εὐρ. Τρῳ. 859, πρβλ. Ἠλ. 1309, Αἰλ. π. Ζῴων 10. 17, Ἀνθ. Παλατ. 7. 623, Ἕρμανν. εἰς Ὀρφ. σ. 823. ΙΙ. ἡ ἐν τῷ ἄνω χείλει [[κοιλότης]], ἡ ὑπὸ τὴν [[ῥῖνα]] (ἡ δὲ ἐν τῷ [[κάτω]] χείλει ἐκαλεῖτο [[τύπος]] ἢ [[νύμφη]]) [[Πολυδ]]. Β΄, 90. ΙΙΙ. ἕτερον [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ σταφυλίνου, Εὐστ. 1163, 10.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> moyen de se faire aimer, <i>particul.</i> philtre, breuvage, incantation, charme pour se faire aimer ; <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> charme, attrait, séduction ; <i>en gén.</i> tout ce qui exerce une force d’attraction, tout ce qui éveille la sympathie : [[φίλτρον]] εἰρήνης PLUT charme pour faire aimer la paix <i>en parl. de l’agriculture, etc. ; p. ext.</i> tout ce qui exerce une action sur qqn <i>ou</i> sur qch : [[φίλτρον]] τόλμας ESCHL (oracle) qui inspire de l’audace;<br /><b>2</b> amour, amitié, affection;<br /><b>II. 1</b> fossette au-dessus de la lèvre supérieure;<br /><b>2</b> panais sauvage, <i>plante aphrodisiaque</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φιλέω]].
}}
}}