Anonymous

φλεγυρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλεγῠρός''': -ά, -όν, ὡς τὸ [[φλογερός]], «φλεγυρόν, πυρῶδες, τὸ [[οἷον]] φλέγον» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 590. ΙΙ. μεταφ., [[θερμός]], [[φλογερός]], [[Μοῦσα]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 665. 2) φλεγυρὰ [[ψῆφος]] βροτῶν, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Δραπέτισιν» 1, φαίνεται σημαῖνον τὸ κοινὸν [[θέμα]] ὁμιλίας παρὰ πᾶσι, πρβλ. τὸ ἑπόμ. Β. 3.
|lstext='''φλεγῠρός''': -ά, -όν, ὡς τὸ [[φλογερός]], «φλεγυρόν, πυρῶδες, τὸ [[οἷον]] φλέγον» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 590. ΙΙ. μεταφ., [[θερμός]], [[φλογερός]], [[Μοῦσα]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 665. 2) φλεγυρὰ [[ψῆφος]] βροτῶν, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Δραπέτισιν» 1, φαίνεται σημαῖνον τὸ κοινὸν [[θέμα]] ὁμιλίας παρὰ πᾶσι, πρβλ. τὸ ἑπόμ. Β. 3.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> enflammé;<br /><b>2</b> qui brûle, qui enflamme.<br />'''Étymologie:''' [[φλέγω]].
}}
}}