Anonymous

φιλιόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλιόω''': μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[φιλόω]], [[κάμνω]] τινὰ φίλον, δυνάμεις ἔχει φιλιούσας Τζέτζ. ἐν Ὁμ. Ἀλληγ., περὶ τοῦ Ἑρμοῦ. ― Παθητ., [[γίνομαι]] φίλος μετά τινος, φιλιώνομαι, «ἀετὸς καὶ [[ἀλώπηξ]] φιλιωθέντες» Αἰσώπ. Μῦθ. 1 τοῖς... προφήταις φιλιωθήσομαι Κλήμ. Ρώμ. Ὁμιλ. 1, 3, Εὐστ., κλπ.· ἀποδοκιμάζεται ὡς ἰδιωτικὸν ὑπὸ [[Πολυδ]]. Α΄, 154.
|lstext='''φῐλιόω''': μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ [[φιλόω]], [[κάμνω]] τινὰ φίλον, δυνάμεις ἔχει φιλιούσας Τζέτζ. ἐν Ὁμ. Ἀλληγ., περὶ τοῦ Ἑρμοῦ. ― Παθητ., [[γίνομαι]] φίλος μετά τινος, φιλιώνομαι, «ἀετὸς καὶ [[ἀλώπηξ]] φιλιωθέντες» Αἰσώπ. Μῦθ. 1 τοῖς... προφήταις φιλιωθήσομαι Κλήμ. Ρώμ. Ὁμιλ. 1, 3, Εὐστ., κλπ.· ἀποδοκιμάζεται ὡς ἰδιωτικὸν ὑπὸ [[Πολυδ]]. Α΄, 154.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />lier amitié ; <i>Pass.</i> devenir ami.<br />'''Étymologie:''' [[φίλιος]].
}}
}}