Anonymous

χρυσοποιός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοποιός''': ὁ, ὁ κατεργαζόμενος τὸν χρυσόν, [[χρυσοχόος]], Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 12.
|lstext='''χρῡσοποιός''': ὁ, ὁ κατεργαζόμενος τὸν χρυσόν, [[χρυσοχόος]], Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 12.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />ouvrier qui travaille l’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ποιέω]].
}}
}}