3,274,917
edits
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χάσκω''': Ἀνακρ. 13. 8, Ἀριστοφ. Σφ. 1493· ὑποτακ. χάσκης Ἀριστοφ. Ἱππ. 1018, 1032· ἀπαρ. χάσκειν Ξεν. Ἱππ. 10, 7, (ἐγ-) Ἀριστοφ. Σφ. 721· μετοχ. χάσκων Σόλων 12. 36, (ἀνα-) Ἀριστοφ. Ὄρν. 502· - ὁ ἐνεστ. [[χαίνω]] ἀπαντᾶ μόνον παρὰ μεταγεν. Ἀνθ. Παλατ. 9. 797., 11. 242, Διοσκ., κλπ.· (ἐπι-) Λουκ. Νεκρ. Δ. 6. 2, (περι-) Αἰλ. περὶ Ζῴων 3. 20· - ἀλλ’ ἐκ τοῦ ἐνεστῶτος τούτου σχηματίζονται οἱ λοιποὶ χρόνοι, - μέλλ. χανοῦμαι (ἐγ) Ἀριστοφ. Ἱππ. 1313, κλπ.· (περὶ τοῦ τύπου χήσομαι, ἴδε [[χανδάνω]] ἐν τέλ)· - ἀόρ. ἔχᾰνον Ὅμ. καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· ἀόρ. α΄ ἔχᾱνα Αἴσωπος 223 Halm.· - πρκμ. [[κέχηνα]] αὐτ.· Δωρ. γ΄ πληθ. κεχάναντι Σώφρων 51 Ahr. κέχαγκα μόνον ἐν τοῖς Ἀν. Βεκ. 611· - ὑπερ. ἐκεχήνειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 651· Δωρ. καὶ ἀρχ. Ἀττ.· ’κεχήνη ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 10 - Ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. β' [[χάνοι]], χανών. καὶ μετοχ. πρκμ. [[κεχηνώς]]. (Ἐκ τῆς √ΧΑ, κατ’ ἐπέκτασιν ΧΑΝ, παράγοντα τὰ χάος, χάσκω, χανεῖν, χαῦνος· πρβλ. Λατ. hi-o, his-co· Ἀρχ. Σκανδ. gin-a· Ἀγγλο-Σαξον. gîn-an (yawn)· Ἀρχ. Γερ. g-êm, gin-êm, (gähnen)· Σλαυ. zi-jati (hio).) Χάσκω, [[χαίνω]], ἀνοίγω, [[τότε]] μοι [[χάνοι]] εὐρεῖα [[χθών]], «[[τότε]] με γῆ χάσματι δεχθείη. οὐ γὰρ ἐπιθετικῶς λέγειν αὐτὴν εὐρεῖαν, ἀλλὰ τὴν εὐρὺ τῇ διαστάσει [[χάσμα]] ποιοῦσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 182, Θ. 150, πρβλ. Ρ. 417· ἰδίως, ἀνοίγω τὸ [[στόμα]] πολύ, [[χάσκω]], τὸ δ’ (δηλ. [[αἷμα]]) ἀνὰ [[στόμα]] καὶ κατὰ ῥῖνας πρῆσε χανὼν Π. 350· ἕλκ’ ἐκ δίφροιο κεχηνότα [[αὐτόθι]] 409· ἑάλη τε χανών, «ἑάλη, συνεστράφη, εἰλήθη» Σχόλ., ἐπὶ λέοντος, Υ. 168· πρὸς [[κῦμα]] χανὼν ἀπὸ θυμὸν [[ὀλέσσαι]], ἐπὶ ἀνθρώπων πνιγομένων, Ὀδ. Μ. 350· ἐπὶ τραύματος, Σοφ. Ἀποσπ. 449 ἐπὶ ὀστρακοδέρμων, αἵ γα μὰν κόγχαι .. κεχάναντι πᾶσαι Σώφρων 51 Ahr.· ἐπὶ χηνῶν, πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα Εὔβουλ. ἐν «Χάρισιν» 1· ἐπὶ καρπῶν, ἰδίως τῆς ῥοιᾶς, «[[σκάζω]]», Γεωπ. 10. 30, 1. 2) μεθ’ Ὅμ., [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς κωμικοῖς, χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα Σόλων 12. 36· ὅτε δὴ ’κεχήνη προσδοκῶν τὸν Αἰσχύλον, ὅτε μὲ [[στόμα]] ἀνοικτὸν περιέμενα τὸν Αἰσχύλον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 10· [[λύκος]] ἔχανεν, ἤνοιξε τὸ [[στόμα]] του ([[μάτην]]), [[παροιμία]] ἐπὶ ἐλπίδων ἀποτυχουσῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 319, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Αὔγῃ» 1. 11, Εὔφρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30· - οὕτω [[μετὰ]] προθέσεων, πρὸς [[ταῦτα]] κεχηνὼς Ἀριστοφ. Νεφ. 996· πρὸς ἄλλον τινὰ χάσκει Ἀνακρ. 13, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 651, 803· χ. [[περί]] τι Jacobs εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 847· ἄνω [[κεχηνώς]], ἐπὶ ἀνθρώπου χάσκοντος πρὸς ἄστρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 173, πρβλ. Ὀρν. 51, Πλάτ. Πολ. 529Β· κεχηνότες, «χάχηδες», 990, πρβλ. Ἱππ. 261, Σφ. 617, καὶ ἴδε [[Κεχηναῖοι]]. 3) [[χάσκω]] ἐκ κοπώσεως, ἐξ ἀνίας ἢ ἐξ ἐλλείψεως προσοχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 30· [[ὅταν]] σύ που [[ἄλλοσε]] χάσκῃς ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1032, πρβλ. Λυσί. 426· χάσκεις [[αὐτός]]; τί; δὲν προσέχεις; Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 22. ΙΙ. σπανιώτερον ὁμιλῶ μὲ χάσκον [[στόμα]], ὡς τὸ Λατ. hisco, μετ’ αἰτ., τὰ δεινά ῥήματ’ ... καθ’ ἡμῶν ... χανεῖν; Σοφ. Αἴ. 1227· τοῦτ’ ἐτόλμησεν χανεῖν; Ἀριστοφ. Σφ. 342· ὀϊζυρόν τι χανεῖν; Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 24. ΙΙΙ. παρὰ Παυσ. 6. 21, 13, εἰ τὸ κείμενον ἔχει ὀρθῶς, πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς μεταβατ., χανεῖν … τὴν γῆν ... τὸ ἅρμα, ἡ γῆ ἤνοιξε καὶ κατέπιε τὸ ἅρμα. - Ἐκ τῶν τραγικῶν [[μόνος]] ὁ Σοφοκλῆς χρῆται τῷ ῥήματι τούτῳ. | |lstext='''χάσκω''': Ἀνακρ. 13. 8, Ἀριστοφ. Σφ. 1493· ὑποτακ. χάσκης Ἀριστοφ. Ἱππ. 1018, 1032· ἀπαρ. χάσκειν Ξεν. Ἱππ. 10, 7, (ἐγ-) Ἀριστοφ. Σφ. 721· μετοχ. χάσκων Σόλων 12. 36, (ἀνα-) Ἀριστοφ. Ὄρν. 502· - ὁ ἐνεστ. [[χαίνω]] ἀπαντᾶ μόνον παρὰ μεταγεν. Ἀνθ. Παλατ. 9. 797., 11. 242, Διοσκ., κλπ.· (ἐπι-) Λουκ. Νεκρ. Δ. 6. 2, (περι-) Αἰλ. περὶ Ζῴων 3. 20· - ἀλλ’ ἐκ τοῦ ἐνεστῶτος τούτου σχηματίζονται οἱ λοιποὶ χρόνοι, - μέλλ. χανοῦμαι (ἐγ) Ἀριστοφ. Ἱππ. 1313, κλπ.· (περὶ τοῦ τύπου χήσομαι, ἴδε [[χανδάνω]] ἐν τέλ)· - ἀόρ. ἔχᾰνον Ὅμ. καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· ἀόρ. α΄ ἔχᾱνα Αἴσωπος 223 Halm.· - πρκμ. [[κέχηνα]] αὐτ.· Δωρ. γ΄ πληθ. κεχάναντι Σώφρων 51 Ahr. κέχαγκα μόνον ἐν τοῖς Ἀν. Βεκ. 611· - ὑπερ. ἐκεχήνειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 651· Δωρ. καὶ ἀρχ. Ἀττ.· ’κεχήνη ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 10 - Ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. β' [[χάνοι]], χανών. καὶ μετοχ. πρκμ. [[κεχηνώς]]. (Ἐκ τῆς √ΧΑ, κατ’ ἐπέκτασιν ΧΑΝ, παράγοντα τὰ χάος, χάσκω, χανεῖν, χαῦνος· πρβλ. Λατ. hi-o, his-co· Ἀρχ. Σκανδ. gin-a· Ἀγγλο-Σαξον. gîn-an (yawn)· Ἀρχ. Γερ. g-êm, gin-êm, (gähnen)· Σλαυ. zi-jati (hio).) Χάσκω, [[χαίνω]], ἀνοίγω, [[τότε]] μοι [[χάνοι]] εὐρεῖα [[χθών]], «[[τότε]] με γῆ χάσματι δεχθείη. οὐ γὰρ ἐπιθετικῶς λέγειν αὐτὴν εὐρεῖαν, ἀλλὰ τὴν εὐρὺ τῇ διαστάσει [[χάσμα]] ποιοῦσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 182, Θ. 150, πρβλ. Ρ. 417· ἰδίως, ἀνοίγω τὸ [[στόμα]] πολύ, [[χάσκω]], τὸ δ’ (δηλ. [[αἷμα]]) ἀνὰ [[στόμα]] καὶ κατὰ ῥῖνας πρῆσε χανὼν Π. 350· ἕλκ’ ἐκ δίφροιο κεχηνότα [[αὐτόθι]] 409· ἑάλη τε χανών, «ἑάλη, συνεστράφη, εἰλήθη» Σχόλ., ἐπὶ λέοντος, Υ. 168· πρὸς [[κῦμα]] χανὼν ἀπὸ θυμὸν [[ὀλέσσαι]], ἐπὶ ἀνθρώπων πνιγομένων, Ὀδ. Μ. 350· ἐπὶ τραύματος, Σοφ. Ἀποσπ. 449 ἐπὶ ὀστρακοδέρμων, αἵ γα μὰν κόγχαι .. κεχάναντι πᾶσαι Σώφρων 51 Ahr.· ἐπὶ χηνῶν, πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα Εὔβουλ. ἐν «Χάρισιν» 1· ἐπὶ καρπῶν, ἰδίως τῆς ῥοιᾶς, «[[σκάζω]]», Γεωπ. 10. 30, 1. 2) μεθ’ Ὅμ., [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς κωμικοῖς, χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα Σόλων 12. 36· ὅτε δὴ ’κεχήνη προσδοκῶν τὸν Αἰσχύλον, ὅτε μὲ [[στόμα]] ἀνοικτὸν περιέμενα τὸν Αἰσχύλον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 10· [[λύκος]] ἔχανεν, ἤνοιξε τὸ [[στόμα]] του ([[μάτην]]), [[παροιμία]] ἐπὶ ἐλπίδων ἀποτυχουσῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 319, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Αὔγῃ» 1. 11, Εὔφρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30· - οὕτω [[μετὰ]] προθέσεων, πρὸς [[ταῦτα]] κεχηνὼς Ἀριστοφ. Νεφ. 996· πρὸς ἄλλον τινὰ χάσκει Ἀνακρ. 13, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 651, 803· χ. [[περί]] τι Jacobs εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 847· ἄνω [[κεχηνώς]], ἐπὶ ἀνθρώπου χάσκοντος πρὸς ἄστρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 173, πρβλ. Ὀρν. 51, Πλάτ. Πολ. 529Β· κεχηνότες, «χάχηδες», 990, πρβλ. Ἱππ. 261, Σφ. 617, καὶ ἴδε [[Κεχηναῖοι]]. 3) [[χάσκω]] ἐκ κοπώσεως, ἐξ ἀνίας ἢ ἐξ ἐλλείψεως προσοχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 30· [[ὅταν]] σύ που [[ἄλλοσε]] χάσκῃς ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1032, πρβλ. Λυσί. 426· χάσκεις [[αὐτός]]; τί; δὲν προσέχεις; Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 22. ΙΙ. σπανιώτερον ὁμιλῶ μὲ χάσκον [[στόμα]], ὡς τὸ Λατ. hisco, μετ’ αἰτ., τὰ δεινά ῥήματ’ ... καθ’ ἡμῶν ... χανεῖν; Σοφ. Αἴ. 1227· τοῦτ’ ἐτόλμησεν χανεῖν; Ἀριστοφ. Σφ. 342· ὀϊζυρόν τι χανεῖν; Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 24. ΙΙΙ. παρὰ Παυσ. 6. 21, 13, εἰ τὸ κείμενον ἔχει ὀρθῶς, πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς μεταβατ., χανεῖν … τὴν γῆν ... τὸ ἅρμα, ἡ γῆ ἤνοιξε καὶ κατέπιε τὸ ἅρμα. - Ἐκ τῶν τραγικῶν [[μόνος]] ὁ Σοφοκλῆς χρῆται τῷ ῥήματι τούτῳ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />s’ouvrir, s’entrebâiller ; <i>d’où</i><br /><b>1</b> bâiller par indolence, ennui <i>ou</i> inattention;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> demeurer bouche bée.<br />'''Étymologie:''' R. Χα, être béant ; cf. [[χάος]], <i>lat.</i> hio, hisco. | |||
}} | }} |