3,271,364
edits
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοξός''': -ή, -όν, ὁ εἰς ὀξὺ ἀπολήγων, «σουρλωτός», ἐν τῇ περιγραφῇ τοῦ Θερσίτου, φοξὸς ἔην κεφαλήν, [[ὀξυκέφαλος]], ἔχων κεφαλὴν εἰς ὀξὺ λήγουσαν, Ἰλ. Β. 219, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 10. 8, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 31, Foës. Oec. εἰς Ἱππ. ἴδε [[ὀξυκέφαλος]], [[σχινοκέφαλος]]. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως διαμένει [[ἀμφίβολος]]. Ὁ Κούρτ. ἀποδοκιμάζει τὴν παλαιὰν παραγωγὴν ἐκ τοῦ [[ὀξύς]]· ἀλλὰ καὶ ἡ [[δόξα]] [[αὐτοῦ]] ὅτι ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ [[φώγω]], ὡς εἰ τὸ φοξὸς ἐσήμαινε τὸν πεφωγμένον εἰς ὀξὺ [[σημεῖον]], [[εἶναι]] βεβιασμένη.) | |lstext='''φοξός''': -ή, -όν, ὁ εἰς ὀξὺ ἀπολήγων, «σουρλωτός», ἐν τῇ περιγραφῇ τοῦ Θερσίτου, φοξὸς ἔην κεφαλήν, [[ὀξυκέφαλος]], ἔχων κεφαλὴν εἰς ὀξὺ λήγουσαν, Ἰλ. Β. 219, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 10. 8, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 31, Foës. Oec. εἰς Ἱππ. ἴδε [[ὀξυκέφαλος]], [[σχινοκέφαλος]]. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως διαμένει [[ἀμφίβολος]]. Ὁ Κούρτ. ἀποδοκιμάζει τὴν παλαιὰν παραγωγὴν ἐκ τοῦ [[ὀξύς]]· ἀλλὰ καὶ ἡ [[δόξα]] [[αὐτοῦ]] ὅτι ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ [[φώγω]], ὡς εἰ τὸ φοξὸς ἐσήμαινε τὸν πεφωγμένον εἰς ὀξὺ [[σημεῖον]], [[εἶναι]] βεβιασμένη.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />aigu : τὴν κεφαλήν IL qui a la tête pointue.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. inconnue. | |||
}} | }} |