Anonymous

ψῦξις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῦξις''': ([[οὐχί]] ψύξις), εως, ἡ, τὸ προξενοῦν [[ψῦχος]], διὰ χιόνος ἢ ἄλλης ψύξεως βαδίσαντες Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 2) [[ψύχρανσις]], κρύωμα, ψ. ἀρκέων [[αὐτόθι]], ἴδε Foës Oec.· αἵματος ἐν ψύξει ὄντος Πλάτ. Τίμ. 85D [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ. ἀντίθετον τῷ θερμότητες, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 156Β, Νόμ. 897Α. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. = [[πνοή]].
|lstext='''ψῦξις''': ([[οὐχί]] ψύξις), εως, ἡ, τὸ προξενοῦν [[ψῦχος]], διὰ χιόνος ἢ ἄλλης ψύξεως βαδίσαντες Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 2) [[ψύχρανσις]], κρύωμα, ψ. ἀρκέων [[αὐτόθι]], ἴδε Foës Oec.· αἵματος ἐν ψύξει ὄντος Πλάτ. Τίμ. 85D [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ. ἀντίθετον τῷ θερμότητες, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 156Β, Νόμ. 897Α. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. = [[πνοή]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> moyen de rafraîchir;<br /><b>2</b> rafraîchissement, refroidissement ; froid glacial.<br />'''Étymologie:''' [[ψύχω]].
}}
}}