3,258,458
edits
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψῦξις''': ([[οὐχί]] ψύξις), εως, ἡ, τὸ προξενοῦν [[ψῦχος]], διὰ χιόνος ἢ ἄλλης ψύξεως βαδίσαντες Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 2) [[ψύχρανσις]], κρύωμα, ψ. ἀρκέων [[αὐτόθι]], ἴδε Foës Oec.· αἵματος ἐν ψύξει ὄντος Πλάτ. Τίμ. 85D [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ. ἀντίθετον τῷ θερμότητες, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 156Β, Νόμ. 897Α. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. = [[πνοή]]. | |lstext='''ψῦξις''': ([[οὐχί]] ψύξις), εως, ἡ, τὸ προξενοῦν [[ψῦχος]], διὰ χιόνος ἢ ἄλλης ψύξεως βαδίσαντες Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 2) [[ψύχρανσις]], κρύωμα, ψ. ἀρκέων [[αὐτόθι]], ἴδε Foës Oec.· αἵματος ἐν ψύξει ὄντος Πλάτ. Τίμ. 85D [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ. ἀντίθετον τῷ θερμότητες, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 156Β, Νόμ. 897Α. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. = [[πνοή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> moyen de rafraîchir;<br /><b>2</b> rafraîchissement, refroidissement ; froid glacial.<br />'''Étymologie:''' [[ψύχω]]. | |||
}} | }} |