Anonymous

ὑπτιόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπτιόω''': [[κατακλίνω]] ὕπτιον, ὑπτιοῦντες αὐτὴν ὑπτίαν Μοσχίων περὶ Γυναικ. Παθ. σελ. 21, 4. ΙΙ. Παθ., ἀνατρέπομαι, ὑπτιοῦτο [[σκάφη]] νεῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 418. 2) ἐπὶ γῆς, [[κλίνω]], [[νεύω]] [[ὁμαλῶς]], ὑπτιούμενος ἐπί… Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 3. 3) μεταφορ., εἶμαι [[ἄφροντις]], [[ὀκνηρός]], Γαλην.· [[γίνομαι]] [[ὑπερήφανος]], ἐπαίρομαι, τοῖς ἐπαίνοις τῶν ἀνθρώπων ὑπτιούμενοι Μᾶρκ. Ἀναχωρητὴς 944Β.
|lstext='''ὑπτιόω''': [[κατακλίνω]] ὕπτιον, ὑπτιοῦντες αὐτὴν ὑπτίαν Μοσχίων περὶ Γυναικ. Παθ. σελ. 21, 4. ΙΙ. Παθ., ἀνατρέπομαι, ὑπτιοῦτο [[σκάφη]] νεῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 418. 2) ἐπὶ γῆς, [[κλίνω]], [[νεύω]] [[ὁμαλῶς]], ὑπτιούμενος ἐπί… Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 3. 3) μεταφορ., εἶμαι [[ἄφροντις]], [[ὀκνηρός]], Γαλην.· [[γίνομαι]] [[ὑπερήφανος]], ἐπαίρομαι, τοῖς ἐπαίνοις τῶν ἀνθρώπων ὑπτιούμενοι Μᾶρκ. Ἀναχωρητὴς 944Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />renverser en arrière, <i>particul.</i><br /><b>I.</b> coucher sur le dos;<br /><b>II.</b> <i>Moy.-Pass.</i> ὑπτιόομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> se renverser sens dessus dessous;<br /><b>2</b> s’incliner, biaiser;<br /><b>3</b> être indolent, paresseux.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπτιος]].
}}
}}