3,252,803
edits
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπουργέω''': ὡς τὸ [[ὑπηρετέω]], ὑπηρετῶ ἢ βοηθῶ τινα, [[προσφέρω]] ὑπηρεσίας εἴς τινα, σοί βουλόμενος ὑπουργέειν Ἡρόδ. 8. 110· σὸν [[ἔργον]]... ταῖσδ’ ὑπουργῆσαι [[χάριν]] Αἰσχύλ. Πρ. 635, κλπ.· ἔργῳ ὑπ. τινι Θουκ. 6. 88. - Παθ., οἱ ὑπουργούμενοι, οἱ ὑπηρετούμενοι, οἱ βοηθούμενοι, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 72. 55. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ. χρηστὰ ὑπ. (ἐξυπακ. τοῖς Ἀθηναίοισι), παρέχειν αὐτοῖς καλὴν ὑπηρεσίαν, Ἡρόδ. 8. 143, πρβλ. 7. 38, Σοφ. Ἠλ. 461, Φιλ. 143, Ἀντιφῶν 127. 31, Θουκ. 7. 62· [[οὕτως]], ὑπ. [[χάριν]] τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 635, Εὐρ. Ἄλκ. 842· ἐπὶ γυναικός, ὑπουργεῖν τινι πρὸς [[χάριν]] Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2. - Παθ., τὰ ὑπουργημένα, αἱ γενόμεναι ὑπηρεσίαι, Ἡρόδ. 9. 109. 3) ἀπολ. Σοφ. Αἴ. 681, Φιλ. 53· τὰ τῆς κοιλίης ὑπ., ἐκτελοῦσι τὰ τῆς λειτουργίας αὐτῶν, Ἱππ. 493. 17. 4) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., βοηθῶ, [[προάγω]], βελτιῶ, τῇ καθάρσει ο αὐτ. 493. 16· πρβλ. Foës Oec. Hipp. | |lstext='''ὑπουργέω''': ὡς τὸ [[ὑπηρετέω]], ὑπηρετῶ ἢ βοηθῶ τινα, [[προσφέρω]] ὑπηρεσίας εἴς τινα, σοί βουλόμενος ὑπουργέειν Ἡρόδ. 8. 110· σὸν [[ἔργον]]... ταῖσδ’ ὑπουργῆσαι [[χάριν]] Αἰσχύλ. Πρ. 635, κλπ.· ἔργῳ ὑπ. τινι Θουκ. 6. 88. - Παθ., οἱ ὑπουργούμενοι, οἱ ὑπηρετούμενοι, οἱ βοηθούμενοι, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 72. 55. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ. χρηστὰ ὑπ. (ἐξυπακ. τοῖς Ἀθηναίοισι), παρέχειν αὐτοῖς καλὴν ὑπηρεσίαν, Ἡρόδ. 8. 143, πρβλ. 7. 38, Σοφ. Ἠλ. 461, Φιλ. 143, Ἀντιφῶν 127. 31, Θουκ. 7. 62· [[οὕτως]], ὑπ. [[χάριν]] τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 635, Εὐρ. Ἄλκ. 842· ἐπὶ γυναικός, ὑπουργεῖν τινι πρὸς [[χάριν]] Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2. - Παθ., τὰ ὑπουργημένα, αἱ γενόμεναι ὑπηρεσίαι, Ἡρόδ. 9. 109. 3) ἀπολ. Σοφ. Αἴ. 681, Φιλ. 53· τὰ τῆς κοιλίης ὑπ., ἐκτελοῦσι τὰ τῆς λειτουργίας αὐτῶν, Ἱππ. 493. 17. 4) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., βοηθῶ, [[προάγω]], βελτιῶ, τῇ καθάρσει ο αὐτ. 493. 16· πρβλ. Foës Oec. Hipp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />rendre service, se montrer secourable : τινι à qqn, <i>ou</i> aider à qch ; [[τι]] aider, être secourable en qch ; τινί [[τι]] à qqn en qch ; τὰ ὑπουργημένα HDT les services rendus, les bienfaits.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπουργός]]. | |||
}} | }} |