Anonymous

χαλκοῦς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκοῦς''': -ῆ, -οῦν, Ἀττικ. συνῃρ. ἐκ τοῦ [[χάλκεος]], ὃ ἴδε. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[χαλκοῦς]], ὁ, χαλκοῦν [[νόμισμα]] ἐν Ἀθήναις, τὸ 1/3 τοῦ ὀβολοῦ, ὀλίγον τι πλέον τοῦ νῦν διλέπτου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 815, 818, Δημ. 1045. 24, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 2 κἑξ., Φιλήμων ἐν «Πιττοκοπουμένῳ» 2, κλπ. 2) [[ὡσαύτως]], βάρος τι ὡρισμένον μικρόν, Ἰατρ.
|lstext='''χαλκοῦς''': -ῆ, -οῦν, Ἀττικ. συνῃρ. ἐκ τοῦ [[χάλκεος]], ὃ ἴδε. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[χαλκοῦς]], ὁ, χαλκοῦν [[νόμισμα]] ἐν Ἀθήναις, τὸ 1/3 τοῦ ὀβολοῦ, ὀλίγον τι πλέον τοῦ νῦν διλέπτου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 815, 818, Δημ. 1045. 24, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 2 κἑξ., Φιλήμων ἐν «Πιττοκοπουμένῳ» 2, κλπ. 2) [[ὡσαύτως]], βάρος τι ὡρισμένον μικρόν, Ἰατρ.
}}
{{bailly
|btext=<i>contr. de</i> [[χάλκεος]].
}}
}}