Anonymous

ὑψαυχενέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψαυχενέω''': κρατῶ τὸν αὐχένα ὑψηλά, περιπατῶ ἀγερώχως, γαυριῶ, Διον. Ἁλ. 7. 46, Πλούταρ. 2. 324Ε· κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῶν ἵππων, [[Πολυδ]]. Β΄, 135· ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 29· ― πρβλ. [[ὑψαυχέω]].
|lstext='''ὑψαυχενέω''': κρατῶ τὸν αὐχένα ὑψηλά, περιπατῶ ἀγερώχως, γαυριῶ, Διον. Ἁλ. 7. 46, Πλούταρ. 2. 324Ε· κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῶν ἵππων, [[Πολυδ]]. Β΄, 135· ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 29· ― πρβλ. [[ὑψαυχέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dresser le cou, relever la tête, être hautain, fier.<br />'''Étymologie:''' [[ὑψαύχην]].
}}
}}