φιλοχωρέω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοχωρέω''': ἀγαπῶ τόπον τινὰ ἢ χώραν, [[μένω]] διαρκῶς ἔν τινι τόπῳ, [[συχνάζω]], Ἡρόδ. 8. 111· [[ἐκεῖσε]] φ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198· [[μετὰ]] δοτ., φ. τόποις Πολύβ. 4. 46, 1· ὄρεσιν Διονύσ. Ἁλ. 1. 13· τοῖς ἀλλοτρίοις ὁ αὐτ. 8. 47· ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις [[αὐτόθι]] 35· φ. περὶ τὰς ταφὰς Πλούτ. 2. 612Α· καὶ μεταφ., φιλ. ἐπὶ τῇ φιλοσοφίᾳ Ἰαμβλ. Προτρ. 112, πρβλ. Διονύσ. Ἁλ. 11. 11· περὶ τοὺς ἐθισμοὺς Πλούτ. 2. 714Α· ἔτι καὶ μετ’ ἀπαρ., φιλοχωροῖμεν ἂν μένειν Διονύσ. Ἁλ. 6. 79.
|lstext='''φῐλοχωρέω''': ἀγαπῶ τόπον τινὰ ἢ χώραν, [[μένω]] διαρκῶς ἔν τινι τόπῳ, [[συχνάζω]], Ἡρόδ. 8. 111· [[ἐκεῖσε]] φ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198· [[μετὰ]] δοτ., φ. τόποις Πολύβ. 4. 46, 1· ὄρεσιν Διονύσ. Ἁλ. 1. 13· τοῖς ἀλλοτρίοις ὁ αὐτ. 8. 47· ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις [[αὐτόθι]] 35· φ. περὶ τὰς ταφὰς Πλούτ. 2. 612Α· καὶ μεταφ., φιλ. ἐπὶ τῇ φιλοσοφίᾳ Ἰαμβλ. Προτρ. 112, πρβλ. Διονύσ. Ἁλ. 11. 11· περὶ τοὺς ἐθισμοὺς Πλούτ. 2. 714Α· ἔτι καὶ μετ’ ἀπαρ., φιλοχωροῖμεν ἂν μένειν Διονύσ. Ἁλ. 6. 79.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aimer le séjour d’un lieu, se plaire dans un lieu, τινι ; <i>fig.</i> τινι, [[περί]] [[τι]] se confiner dans une étude <i>ou</i> une recherche, s’adonner à une occupation.<br />'''Étymologie:''' [[φιλόχωρος]].
}}
}}