Anonymous

χρυσοβαφής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοβᾰφής''': -ές, κεχρυσωμένος, χρυσοκέντητος, = [[χρυσογραφής]], Πλουτ. Δημήτρ. 41· οὕτω, χρ. ἄνακτες Ἀνθ. Π. 15. 22· πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. 1. 623.
|lstext='''χρῡσοβᾰφής''': -ές, κεχρυσωμένος, χρυσοκέντητος, = [[χρυσογραφής]], Πλουτ. Δημήτρ. 41· οὕτω, χρ. ἄνακτες Ἀνθ. Π. 15. 22· πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. 1. 623.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />teint en or, <i>càd</i> qui a des vêtements <i>ou</i> des chaussures brodées d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[βάπτω]].
}}
}}