Anonymous

χήνειος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χήνειος''': -α, -ον, Ἰων. [[χήνεος]], -η, -ον, (χὴν)· ― ὁ τῆς χηνὸς, ὁ εἰς χῆνα ἀνήκων, Λατ. anserinus, [[κρεῶν]] βοέων καὶ χηνέων [[πλῆθος]] Ἡρόδ. 2. 37, Διόδ. 1. 70· ᾠὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 33, 5· [[στέαρ]] Διοσκ. 1. 81· χήνεια ἥπατα, ἦσαν περιζήτητον [[ἔδεσμα]] παρ’ Ἕλλησι, foie gras, «χηνείων δ’ ἡπάτων μνημονεύει Εὔβουλος ἐν Στεφανοπώλισι λέγων [[οὕτως]] εἰ μὴ σὺ χηνὸς [[ἧπαρ]] ἢ ψυχὴν ἔχεις» Ἀθήν. 384C ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 470 ὁ Meineke διώρθωσεν ἄρνεια [[χάριν]] τοῦ μέτρου.
|lstext='''χήνειος''': -α, -ον, Ἰων. [[χήνεος]], -η, -ον, (χὴν)· ― ὁ τῆς χηνὸς, ὁ εἰς χῆνα ἀνήκων, Λατ. anserinus, [[κρεῶν]] βοέων καὶ χηνέων [[πλῆθος]] Ἡρόδ. 2. 37, Διόδ. 1. 70· ᾠὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 33, 5· [[στέαρ]] Διοσκ. 1. 81· χήνεια ἥπατα, ἦσαν περιζήτητον [[ἔδεσμα]] παρ’ Ἕλλησι, foie gras, «χηνείων δ’ ἡπάτων μνημονεύει Εὔβουλος ἐν Στεφανοπώλισι λέγων [[οὕτως]] εἰ μὴ σὺ χηνὸς [[ἧπαρ]] ἢ ψυχὴν ἔχεις» Ἀθήν. 384C ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 470 ὁ Meineke διώρθωσεν ἄρνεια [[χάριν]] τοῦ μέτρου.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />d’oie.<br />'''Étymologie:''' [[χήν]].
}}
}}