3,274,216
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψύθος''': [ῠ], εος, τό, ποιητ. [[τύπος]] ταυτόσημος τῷ [[ψεῦδος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 478. 1089· οὕτω καὶ [[αὐτόθι]] 999, [[ἔνθα]] τινὲς χωρὶς ἀνάγκης εἰκάζουσιν ἐπίθ. ψυθής ἢ ψύθης = ψευδής· - [[οὕτως]] ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 184, οὐ [[ψύθος]] οὔνομ’ ἔχουσα, ψ. [[εἶναι]] προσδιορισμὸς κατὰ παρένθεσιν εἰς τὸ [[οὔνομα]]. ([[ἐντεῦθεν]] [[ψυθίζω]], ἴδε [[ψεύδομαι]]). | |lstext='''ψύθος''': [ῠ], εος, τό, ποιητ. [[τύπος]] ταυτόσημος τῷ [[ψεῦδος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 478. 1089· οὕτω καὶ [[αὐτόθι]] 999, [[ἔνθα]] τινὲς χωρὶς ἀνάγκης εἰκάζουσιν ἐπίθ. ψυθής ἢ ψύθης = ψευδής· - [[οὕτως]] ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 184, οὐ [[ψύθος]] οὔνομ’ ἔχουσα, ψ. [[εἶναι]] προσδιορισμὸς κατὰ παρένθεσιν εἰς τὸ [[οὔνομα]]. ([[ἐντεῦθεν]] [[ψυθίζω]], ἴδε [[ψεύδομαι]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />mensonge.<br />'''Étymologie:''' R. Ψυθ ; cf. [[ψεύδω]]. | |||
}} | }} |