3,258,334
edits
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φυτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φυτά, τὸ φυτικόν, «τὸ αὐξητικὸν [[δηλονότι]] καὶ θρεπτικόν» (Ἀνδρονίκου Παράφρασ.), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 18· περὶ φυτικῶν αἰτίων, [[ὄνομα]] συγγράμματος τοῦ Θεοφράστου. ΙΙ. φ. [[ζῷον]] = ζωόφυτον, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 5, 47. | |lstext='''φυτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φυτά, τὸ φυτικόν, «τὸ αὐξητικὸν [[δηλονότι]] καὶ θρεπτικόν» (Ἀνδρονίκου Παράφρασ.), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 18· περὶ φυτικῶν αἰτίων, [[ὄνομα]] συγγράμματος τοῦ Θεοφράστου. ΙΙ. φ. [[ζῷον]] = ζωόφυτον, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 5, 47. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les plantes, végétal;<br /><b>2</b> analogue à une plante.<br />'''Étymologie:''' [[φυτόν]]. | |||
}} | }} |