Anonymous

φυτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φυτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φυτά, τὸ φυτικόν, «τὸ αὐξητικὸν [[δηλονότι]] καὶ θρεπτικόν» (Ἀνδρονίκου Παράφρασ.), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 18· περὶ φυτικῶν αἰτίων, [[ὄνομα]] συγγράμματος τοῦ Θεοφράστου. ΙΙ. φ. [[ζῷον]] = ζωόφυτον, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 5, 47.
|lstext='''φυτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φυτά, τὸ φυτικόν, «τὸ αὐξητικὸν [[δηλονότι]] καὶ θρεπτικόν» (Ἀνδρονίκου Παράφρασ.), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 18· περὶ φυτικῶν αἰτίων, [[ὄνομα]] συγγράμματος τοῦ Θεοφράστου. ΙΙ. φ. [[ζῷον]] = ζωόφυτον, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 5, 47.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les plantes, végétal;<br /><b>2</b> analogue à une plante.<br />'''Étymologie:''' [[φυτόν]].
}}
}}