Anonymous

ὑπονοστέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπονοστέω''': [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 19, Πλουτ. Θεμιστ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 8. ΙΙ. [[ἱζάνω]], κατακαθίζω, Λατιν. subsidere, ἐπὶ σωροῦ φρυγάνων, ὑπονοστέει γὰρ δὴ ἀεὶ (τὰ φρύγανα) ὑπὸ τῶν χειμώνων Ἡρόδ. 4. 62· ἐπὶ σεισμοῦ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 7· ἐπὶ ποταμοῦ, ἀποσύρομαι, «ὀλιγοστεύω» ὑπονενοστηκότος (τοῦ ποταμοῦ) ἀνδρὶ ὡς ἐς [[μέσον]] μηρὸν Ἡρόδ. 1. 191, πρβλ. Θουκ. 3. 89, Πλούτ. 2. 366Ε. 2) [[καταλήγω]] εἴς τι, τρέπομαι εἴς τι, εἰς χλευασμὸν καὶ γέλωτα Πλούτ. 2. 811Ε ὑπ. ἐκ τοῦ φοβεροῦ πρὸς τὸ εὐκαταφρόνητον Λογγῖν. 3. 1· ἐπὶ ἡλικίας, κατὰ μικρὸν [[ὑποκύπτω]] εἰς τὸ [[γῆρας]], [[Πολυδ]]. Β΄, 21.
|lstext='''ὑπονοστέω''': [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 19, Πλουτ. Θεμιστ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 8. ΙΙ. [[ἱζάνω]], κατακαθίζω, Λατιν. subsidere, ἐπὶ σωροῦ φρυγάνων, ὑπονοστέει γὰρ δὴ ἀεὶ (τὰ φρύγανα) ὑπὸ τῶν χειμώνων Ἡρόδ. 4. 62· ἐπὶ σεισμοῦ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 7· ἐπὶ ποταμοῦ, ἀποσύρομαι, «ὀλιγοστεύω» ὑπονενοστηκότος (τοῦ ποταμοῦ) ἀνδρὶ ὡς ἐς [[μέσον]] μηρὸν Ἡρόδ. 1. 191, πρβλ. Θουκ. 3. 89, Πλούτ. 2. 366Ε. 2) [[καταλήγω]] εἴς τι, τρέπομαι εἴς τι, εἰς χλευασμὸν καὶ γέλωτα Πλούτ. 2. 811Ε ὑπ. ἐκ τοῦ φοβεροῦ πρὸς τὸ εὐκαταφρόνητον Λογγῖν. 3. 1· ἐπὶ ἡλικίας, κατὰ μικρὸν [[ὑποκύπτω]] εἰς τὸ [[γῆρας]], [[Πολυδ]]. Β΄, 21.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> revenir sur ses pas, retourner;<br /><b>2</b> s’enfoncer, s’abîmer ; <i>en parl. des eaux</i> s’enfoncer sous terre, se perdre sous terre ; <i>fig.</i> se perdre, dégénérer : [[εἴς]] [[τι]] en qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[νοστέω]].
}}
}}