Anonymous

χρυσόπαστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσόπαστος''': -ον, χρυσῷ πεπασμένος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, κεχρυσωμένος, [[ἐπίχρυσος]], χρ. [[τιήρης]], [[τιάρα]] ἐξ ὑφάσματος χρυσοϋφάντου, Ἡρόδ. 8. 120· τὰ χρ. ἔδεθλα (ὡς ὁ Aurat ἀντὶ ἐσθλὰ) Αἰσχύλ. Ἀγ. 760· χρ. [[κόσμος]] Δημ. 1217. 20· ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 19· ἐσθὴς Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 8· [[μετὰ]] τοῦ [[χρυσήλατος]], οὐδὲν οὐδὲ τούτων ἐστίν, ὃ μὴ χρυσήλατόν ἐστιν ἢ χρυσόπαστον Ἀδριανοῦ Μελέται ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 532.
|lstext='''χρῡσόπαστος''': -ον, χρυσῷ πεπασμένος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, κεχρυσωμένος, [[ἐπίχρυσος]], χρ. [[τιήρης]], [[τιάρα]] ἐξ ὑφάσματος χρυσοϋφάντου, Ἡρόδ. 8. 120· τὰ χρ. ἔδεθλα (ὡς ὁ Aurat ἀντὶ ἐσθλὰ) Αἰσχύλ. Ἀγ. 760· χρ. [[κόσμος]] Δημ. 1217. 20· ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 19· ἐσθὴς Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 8· [[μετὰ]] τοῦ [[χρυσήλατος]], οὐδὲν οὐδὲ τούτων ἐστίν, ὃ μὴ χρυσήλατόν ἐστιν ἢ χρυσόπαστον Ἀδριανοῦ Μελέται ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 532.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />parsemé, constellé, tacheté <i>ou</i> brodé d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[πάσσω]].
}}
}}