Anonymous

ὠμηστής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠμηστής''': -οῦ, ὁ, ([[ὠμός]], ἐσθίω) ὁ ἐσθίων ὠμὰ κρέατα, [[ὠμοβόρος]], [[ὠμοφάγος]], οἰωνοὶ Ἰλ. Λ. 454· κύνες Χ. 67, Σοφ. Ἀντιγ. 697· ἰχθύες Ἰλ. Ω. 82· [[Κέρβερος]] Ἡσ. Θεογ. 311· [[λέων]] Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 5. 92, 2, Αἰσχύλ. Ἀγ. 827 ([[ἐντεῦθεν]] ὠμηστὴς ἀπολ. ἀντὶ [[λέων]], Ἀνθ. Παλ. 6. 237)· αἰετὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1259· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] θηλ. οὐσιαστ., Ἔχιδνα ὠμηστὴς Ἡσ. Θεογ. 300· ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, = [[ὠμάδιος]], Ἀνθ. Παλατ. 9. 524, Πλούτ. 2. 462Β· ― ὡς [[σημεῖον]] ἀγριότητος, θηριωδίας, ὠμ. καὶ [[ἄπιστος]] ἀνὴρ Ἰλ. Ω. 207, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 24. ― Πρβλ. [[ὠμοβόρος]], [[ὠμοβρώς]], [[ὠμοφάγος]]. (Ὁ Ἀρίσταρχ. ἔγραψεν [[ὠμηστής]], κατὰ τὸ [[ἀθλητής]], [[ὀρχηστής]]· ὁ δὲ Τυραννίων ὠμήστης, κατὰ τὸ [[κομήτης]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 67).
|lstext='''ὠμηστής''': -οῦ, ὁ, ([[ὠμός]], ἐσθίω) ὁ ἐσθίων ὠμὰ κρέατα, [[ὠμοβόρος]], [[ὠμοφάγος]], οἰωνοὶ Ἰλ. Λ. 454· κύνες Χ. 67, Σοφ. Ἀντιγ. 697· ἰχθύες Ἰλ. Ω. 82· [[Κέρβερος]] Ἡσ. Θεογ. 311· [[λέων]] Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 5. 92, 2, Αἰσχύλ. Ἀγ. 827 ([[ἐντεῦθεν]] ὠμηστὴς ἀπολ. ἀντὶ [[λέων]], Ἀνθ. Παλ. 6. 237)· αἰετὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1259· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] θηλ. οὐσιαστ., Ἔχιδνα ὠμηστὴς Ἡσ. Θεογ. 300· ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, = [[ὠμάδιος]], Ἀνθ. Παλατ. 9. 524, Πλούτ. 2. 462Β· ― ὡς [[σημεῖον]] ἀγριότητος, θηριωδίας, ὠμ. καὶ [[ἄπιστος]] ἀνὴρ Ἰλ. Ω. 207, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 24. ― Πρβλ. [[ὠμοβόρος]], [[ὠμοβρώς]], [[ὠμοφάγος]]. (Ὁ Ἀρίσταρχ. ἔγραψεν [[ὠμηστής]], κατὰ τὸ [[ἀθλητής]], [[ὀρχηστής]]· ὁ δὲ Τυραννίων ὠμήστης, κατὰ τὸ [[κομήτης]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 67).
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui mange de la chair crue ; carnassier, féroce ; ὁ [[ὠμηστής]], la bête féroce;<br /><b>2</b> <i>p. ext. en parl. de pers.</i> cruel, inhumain.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[ἔδω]].
}}
}}