Anonymous

χωλαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(ls test)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χωλαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, εἶμαι [[χωλός]], «κουτσαίνω», Πλάτ. Νόμ. 795Β, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374C. ΙΙ. μεταβ., καθιστῶ τινα χωλόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 402. ― Παθ., =τῷ ἐνεργ. Ι, ἐχωλάνθη Ἑβδ. (Β΄ Βασ. Δ΄, 4).
|lstext='''χωλαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, εἶμαι [[χωλός]], «κουτσαίνω», Πλάτ. Νόμ. 795Β, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374C. ΙΙ. μεταβ., καθιστῶ τινα χωλόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 402. ― Παθ., =τῷ ἐνεργ. Ι, ἐχωλάνθη Ἑβδ. (Β΄ Βασ. Δ΄, 4).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> rendre boiteux ; <i>Pass.</i> devenir boiteux, boiter;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être boiteux.<br />'''Étymologie:''' [[χωλός]].
}}
}}