Anonymous

ψυχάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῡχάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐξέρχομαι]] εἰς τὸν δροσερὸν ἀέρα καὶ [[λαμβάνω]] ἀναψυχήν, δροσίζομαι, Ἀλκίφρων 3. 12, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 21 - «ψυχάζουσιν: πρὸς τὸ [[πνεῦμα]] καὶ τὸ [[ψῦχος]] διατρίβουσιν ἵνα ἀναψυχήν τινα λάβωσι» Α. Β. 317, 19, Ἐτυμ. Μέγ. σ. 819, 27.
|lstext='''ψῡχάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἐξέρχομαι]] εἰς τὸν δροσερὸν ἀέρα καὶ [[λαμβάνω]] ἀναψυχήν, δροσίζομαι, Ἀλκίφρων 3. 12, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 21 - «ψυχάζουσιν: πρὸς τὸ [[πνεῦμα]] καὶ τὸ [[ψῦχος]] διατρίβουσιν ἵνα ἀναψυχήν τινα λάβωσι» Α. Β. 317, 19, Ἐτυμ. Μέγ. σ. 819, 27.
}}
{{bailly
|btext=se rafraîchir.<br />'''Étymologie:''' ψυχάω.
}}
}}