Anonymous

χρέμπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρέμπτομαι''': μέλλ. -ψομαι, ἀποθ., βήχω [[ὅπως]] [[ἐκβάλλω]] [[φλέγμα]] ἢ βήχω καὶ [[ἐκβάλλω]] [[φλέγμα]], οὐδὲ πνεῖν ἐῶ,.. οὐδὲ χρέμπτεσθαί τινα Εὐρ. Κύκλ. 626· ἐπὶ ῥήτορος μέλλοντος νὰ ἀγορεύσῃ, σιώπα, πρόσεχε τὸν νοῦν· χρέμπτεται γὰρ ἤδη, [[ὅπερ]] ποιοῦσιν οἱ ῥήτορες Ἀριστοφ. Θεσμ. 381· μετ’ αἰτ., αἱματῶδες χρ., διὰ τῆς χρέμψεως ἐκπτύει [[αἷμα]], Ἱππ. 1145G· οὕτω, μῆλα χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 17· πλατὺ χρεμψάμενος Λουκ. Κατάπλ. 12, πρβλ. τὸν αὐτ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόν. 20. (Συγγενὲς τῷ [[χρεμετίζω]], πρβλ. τὸν αὐτ. ὑπέρ τῶν Εἰκόν. 20. (Συγγενὲς τῷ [[χρεμετίζω]], πρβλ. τὸ Λατ. s-creo).
|lstext='''χρέμπτομαι''': μέλλ. -ψομαι, ἀποθ., βήχω [[ὅπως]] [[ἐκβάλλω]] [[φλέγμα]] ἢ βήχω καὶ [[ἐκβάλλω]] [[φλέγμα]], οὐδὲ πνεῖν ἐῶ,.. οὐδὲ χρέμπτεσθαί τινα Εὐρ. Κύκλ. 626· ἐπὶ ῥήτορος μέλλοντος νὰ ἀγορεύσῃ, σιώπα, πρόσεχε τὸν νοῦν· χρέμπτεται γὰρ ἤδη, [[ὅπερ]] ποιοῦσιν οἱ ῥήτορες Ἀριστοφ. Θεσμ. 381· μετ’ αἰτ., αἱματῶδες χρ., διὰ τῆς χρέμψεως ἐκπτύει [[αἷμα]], Ἱππ. 1145G· οὕτω, μῆλα χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 17· πλατὺ χρεμψάμενος Λουκ. Κατάπλ. 12, πρβλ. τὸν αὐτ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόν. 20. (Συγγενὲς τῷ [[χρεμετίζω]], πρβλ. τὸν αὐτ. ὑπέρ τῶν Εἰκόν. 20. (Συγγενὲς τῷ [[χρεμετίζω]], πρβλ. τὸ Λατ. s-creo).
}}
{{bailly
|btext=cracher avec force <i>ou</i> avec bruit.<br />'''Étymologie:''' DELG [[χρεμετίζω]].
}}
}}