Anonymous

φαρμακευτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαρμᾰκευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φάρμακα ἢ φαρμακοποιΐαν, [[ἰατρικός]], Πλάτ. Τίμ. 89Β· ― ἡ φαρμακευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = [[φαρμακεία]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν χειρουργικήν, Διογ. Λ. 3. 85, Γαλην. VI, 22C, D., 33F.
|lstext='''φαρμᾰκευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φάρμακα ἢ φαρμακοποιΐαν, [[ἰατρικός]], Πλάτ. Τίμ. 89Β· ― ἡ φαρμακευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = [[φαρμακεία]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν χειρουργικήν, Διογ. Λ. 3. 85, Γαλην. VI, 22C, D., 33F.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la préparation <i>ou</i> l’administration des médicaments.<br />'''Étymologie:''' [[φαρμακεύω]].
}}
}}