Anonymous

ὠφέλημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠφέλημα''': τό, [[πρᾶγμα]] χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον, [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], Αἰσχύλ. Πρ. 251· ἀνθρώποισιν ὠφελήματα [[αὐτόθι]] 501· ἐπὶ προσώπου, ω κοινὸν [[ὠφέλημα]] θνητοῖσιν φανεὶς αὐτόθ 614, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ 698. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], τί [[δῆτα]] δόξης... ὠφ. γίγνεται; Σοφ. Ο. Κ. 260, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10, 3· ὠφελήματα πατρίδος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 7, 2· ὠφέλημ’ ἔχει τινί, [[εἶναι]] χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον εἴς τινα, Κωμ. Ἀνώνυμ. 16.
|lstext='''ὠφέλημα''': τό, [[πρᾶγμα]] χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον, [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], Αἰσχύλ. Πρ. 251· ἀνθρώποισιν ὠφελήματα [[αὐτόθι]] 501· ἐπὶ προσώπου, ω κοινὸν [[ὠφέλημα]] θνητοῖσιν φανεὶς αὐτόθ 614, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ 698. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], τί [[δῆτα]] δόξης... ὠφ. γίγνεται; Σοφ. Ο. Κ. 260, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10, 3· ὠφελήματα πατρίδος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 7, 2· ὠφέλημ’ ἔχει τινί, [[εἶναι]] χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον εἴς τινα, Κωμ. Ἀνώνυμ. 16.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qui rend service, chose avantageuse, source de profit, bienfait ; <i>en parl. de pers.</i> bienfaiteur;<br /><b>2</b> utilité, avantage, profit.<br />'''Étymologie:''' [[ὠφελέω]].
}}
}}