3,277,719
edits
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψυχροβᾰφής''': -ές, ὁ εἰς ψυχρὸβ [[ὕδωρ]] ἐμβαπτισθείς, Λουκ. Λεξιφ. 5. ΙΙ. ὁ διὰ ψυχρᾶς βαφῆς μεταδοθείς, ἐπὶ χρωμάτων, τῶν ἀνθῶν (δηλ. τῶν χρωμάτων) τὰ μὲν ψυχροβαφῆ, τὰ δὲ θερμοβαφῆ Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 22· πρβλ. Salmas. εἰς Solin. σ. 807. | |lstext='''ψυχροβᾰφής''': -ές, ὁ εἰς ψυχρὸβ [[ὕδωρ]] ἐμβαπτισθείς, Λουκ. Λεξιφ. 5. ΙΙ. ὁ διὰ ψυχρᾶς βαφῆς μεταδοθείς, ἐπὶ χρωμάτων, τῶν ἀνθῶν (δηλ. τῶν χρωμάτων) τὰ μὲν ψυχροβαφῆ, τὰ δὲ θερμοβαφῆ Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 22· πρβλ. Salmas. εἰς Solin. σ. 807. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />plongé dans l’eau fraîche <i>ou</i> froide.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχρός]], [[βάπτω]]. | |||
}} | }} |