Anonymous

μυροφόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myroforos
|Transliteration C=myroforos
|Beta Code=murofo/ros
|Beta Code=murofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bearing unguents</b>, <span class="bibl">Poll.10.119</span>.</span>
|Definition=μυροφόρον, [[bearing unguents]], Poll.10.119.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0221.png Seite 221]] wohlriechende Salben bringend, tragend, enthaltend, Poll. 7, 177.
}}
{{ls
|lstext='''μῠροφόρος''': -ον, ὁ φέρων μύρα, Πολυδ. Ι΄, 119, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (ΑΜ [[μυροφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει [[μύρο]] ή που παράγει ή εμπεριέχει [[μύρο]], [[ευώδης]], [[μυροβόλος]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ Μυροφόροι</i> και <i>οι Μυροφόρες</i><br /><b>εκκλ.</b> οι ευλαβείς γυναίκες της Γαλιλαίας, μαθήτριες του Χριστού, οι οποίες [[μετά]] την [[ταφή]] του πήγαν να αλείψουν το [[σώμα]] του με μύρα και άκουσαν πρώτες από τον άγγελο το [[μήνυμα]] της Ανάστασης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μυροφόρα</i><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
}}