3,276,318
edits
(9) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(33 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=organikos | |Transliteration C=organikos | ||
|Beta Code=o)rganiko/s | |Beta Code=o)rganiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀργανική, ὀργανικόν, [[serving as organs]] or [[instruments]], [[instrumental]], especially of the several parts of the body, [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''646b26: distinguished from <b class="b3">τὰ κινητικά</b>, Id.''GA''742b10; τὰ ὀ. μέρη Id.''EN''1110a16, cf. ''PA''661b29, ''GA''739b14, al.; <b class="b3">αἱ ὀ. [ἀρεταί]</b>, of a slave, Id.''Pol.''1259b23; ὀ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαί Plu.2.718f; especially of war-engines, ἡ ὀ. βία [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.43; ὀ. κατασκευαί Onos.42.3: metaph., <b class="b3">ὁ ὀ. εἰς πλήθη λόγος</b> speech which is [[brought to bear on]] the mob, Plu.''Cat.Mi.''4; of musicians, [[practical]], opp. [[λογικοί]] (theoretical), Id.2.657e; ἐποιεῖτο ἀκροάσεις λογικάς τε καὶ ὀ. ''Supp.Epigr.''2.184.6 (Tanagra, ii B.C.); so of surgeons, τῶν ὀ. οἱ διασημότεροι ''PMed.Lond.''155.2.13; <b class="b3">ἡ ὀ.</b> (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) Plu.''Marc.''14; but [[ὀργανικός]], = [[λογικός]], [[logical]], Elias ''in Porph.''115.17. Adv. [[ὀργανικῶς]] = [[by way of instruments]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1099b28; -κώτερον [[making more use of instruments]], Simp.''in Cael.''504.33; τὸ κινοῦν ὀ. Arist.''de An.''433b21. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0368.png Seite 368]] von, mit Werkzeugen, organisch, μέρη, Arist. eth. 3, 1; auch adv. ὀργανικῶς, 1, 9, 7; Sp., wie Plut. Cat. min. 4. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne les instruments]];<br /><b>2</b> propre à servir d'instrument, qui agit comme un instrument : εἰς πλήθη PLUT sur les foules.<br />'''Étymologie:''' [[ὄργανον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀργᾰνικός:'''<br /><b class="num">1</b> служащий орудием, т. е. инструментальный, органический: τὰ ὀργανικά (μέρη) Arst. органы тела;<br /><b class="num">2</b> [[механический]], [[машинный]] (ὀργανικαὶ καὶ μηχανικαὶ κατασκευαί Plut.);<br /><b class="num">3</b> перен. [[механический]], [[бездушный]], [[низменный]] (αἱ ὀργανικαὶ ἀρεταί, ''[[sc.]]'' τῶν [[δούλων]] Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[способный воздействовать]] (ὁ ὀ. εἰς τὰ πλήθη [[λόγος]] Plat.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀργᾰνικός''': -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ὡς ὄργανου, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 12· τὰ ὀργ. μέρη ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 3. 1, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.· αἱ ὀργ. ἀρεταί, ἐπὶ δούλου, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 13, 2· ὀργ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαὶ Πλούτ. 2. 718Ε· - ἰδίως ἐπὶ πολεμικῶν μηχανῶν, ἡ ὀργαν. βία Διόδ. 17. 43, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Νεώτ. 4· - ἐπὶ μουσικῆς, Πλούτ. 2. 657D. Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ μέσου ὀργάνων, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 7· τὸ κινοῦν ὀργ. ὀ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 10, 9. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀργανικός]], -ή, -όν) [[όργανον]]<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει ως όργανο<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από όργανα<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει στις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργανο ή σε ζώντα οργανισμό<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελεί αναπόσπαστο [[τμήμα]] ενός οργανισμού<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> (για παθήσεις) αυτός που έχει σωματική [[προέλευση]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[ψυχικό]] ή λειτουργικό («οργανικό [[φύσημα]] της καρδιάς»)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η οργανική</i><br />μία από τις [[οκτώ]] πτώσεις της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας η οποία δήλωνε το όργανο και γενικά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «οργανικές ενώσεις» — γενική [[ονομασία]] τών χημικών ενώσεων που περιέχουν άνθρακα<br />β) «οργανική [[χημεία]]» — [[κλάδος]] της χημείας που αναφέρεται στη [[μελέτη]] του άνθρακα και τών ενώσεών του, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την ανόργανη [[χημεία]]<br />β) «οργανική [[θέση]]» — [[θέση]] που κρίνεται απαραίτητη για την εύρυθμη [[λειτουργία]] μιας υπηρεσίας<br />γ) «[[οργανικός]] [[νόμος]]» — [[θεμελιώδης]] [[νόμος]] που αναφέρεται στα σχετικά με την [[οργάνωση]] ενός κράτους και τών υπηρεσιών του<br />δ) «οργανική [[αρχιτεκτονική]]» — [[αρχιτεκτονική]] [[αντίληψη]] [[κατά]] την οποία οι μορφές τών κτηρίων [[πρέπει]] να υπαγορεύονται όχι μόνον από την αυστηρή [[λειτουργικότητα]] [[αλλά]] και από το [[περιβάλλον]], όπως συμβαίνει στους ζωντανούς οργανισμούς, [[καθώς]] και από τις τοπικές συνθήκες και τις ανάγκες του ατόμου<br />ε) «οργανικές παθήσεις» — οι παθήσεις που οφείλονται σε εμφανή ιστολογική [[αλλοίωση]] ενός οργάνου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις λειτουργικές παθήσεις<br />στ) <b>μουσ.</b> i) «οργανική [[μουσική]]» — [[μουσική]] [[κατά]] την οποία ακούγονται μόνο τα όργανα [[χωρίς]] φωνές, αλλ. ενόργανη [[μουσική]]<br />ii) «οργανικό [[μέρος]]»<br />(σε μία [[παρτιτούρα]]) το [[μέρος]] που έχει [[σχέση]] αποκλειστικά με τα όργανα, με την [[ορχήστρα]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[συγκροτημένος]] με [[λογικό]] τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[αντιληπτός]] με πράξεις<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκευάζεται με όργανο<br /><b>3.</b> (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) <i>ὀργανικώτερον</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε όργανα του σώματος<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τέχνη]] της κατασκευής με τη [[χρήση]] οργάνων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οργανικώς</i> και -ά (ΑΜ ὀργανικῶς)<br />αναφορικά [[προς]] τη [[λειτουργία]] του οργανισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με όργανα<br /><b>2.</b> στη [[θέση]] οργανικής πτώσης. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀργᾰνικός:''' -ή, -όν, αυτός που χρησιμεύει ως [[εργαλείο]] ή [[μηχάνημα]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], με μηχανικά μέσα, σε Αριστ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀργᾰνικός, ή, όν<br />serving as instruments or engines, Plut. adv. -κῶς, by way of instruments, Arist. | |||
}} | }} |