Anonymous

ὀργανικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "D.S." to "D.S."
(9)
 
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(33 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=organikos
|Transliteration C=organikos
|Beta Code=o)rganiko/s
|Beta Code=o)rganiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">serving as organs</b> or <b class="b2">instruments, instrumental</b>, esp. of the several parts of the body, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>646b26</span>: distd. from <b class="b3">τὰ κινητικά</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>742b10</span> ; τὰ ὀ. μέρη <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1110a16</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PA</span>661b29</span>, <span class="bibl"><span class="title">GA</span>739b14</span>, al. ; <b class="b3">αἱ ὀ. [ἀρεταί]</b>, of a slave, <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1259b23</span> ; ὀ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαί Plu.2.718f; esp. of war-engines, ἡ ὀ. βία <span class="bibl">D.S.17.43</span> ; ὀ. κατασκευαί <span class="bibl">Onos.42.3</span> : metaph., <b class="b3">ὁ ὀ. εἰς πλήθη λόγος</b> speech which is <b class="b2">brought to bear on</b> the mob, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>4</span> ; of musicians, <b class="b2">practical</b>, opp. <b class="b3">λογικοί</b> (theoretical), Id.2.657e ; ἐποιεῖτο ἀκροάσεις λογικάς τε καὶ ὀ. <span class="title">Supp.Epigr.</span>2.184.6 (Tanagra, ii B.C.) ; so of surgeons, τῶν ὀ. οἱ διασημότεροι <span class="title">PMed.Lond.</span>155.2.13 ; <b class="b3">ἡ ὀ</b>. (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>14</span> ; but <b class="b3">ὀργανικός</b>, = [[λογικός]], <b class="b2">logical</b>, <span class="bibl">Elias <span class="title">in Porph.</span>115.17</span>. Adv. -κῶς <b class="b2">by way of instruments</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1099b28</span>; -κώτερον <b class="b2">making more use of instruments</b>, <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Cael.</span>504.33</span> ; τὸ κινοῦν ὀ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">de An.</span>433b21</span>.</span>
|Definition=ὀργανική, ὀργανικόν, [[serving as organs]] or [[instruments]], [[instrumental]], especially of the several parts of the body, [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''646b26: distinguished from <b class="b3">τὰ κινητικά</b>, Id.''GA''742b10; τὰ ὀ. μέρη Id.''EN''1110a16, cf. ''PA''661b29, ''GA''739b14, al.; <b class="b3">αἱ ὀ. [ἀρεταί]</b>, of a slave, Id.''Pol.''1259b23; ὀ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαί Plu.2.718f; especially of war-engines, ἡ ὀ. βία [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.43; ὀ. κατασκευαί Onos.42.3: metaph., <b class="b3">ὁ ὀ. εἰς πλήθη λόγος</b> speech which is [[brought to bear on]] the mob, Plu.''Cat.Mi.''4; of musicians, [[practical]], opp. [[λογικοί]] (theoretical), Id.2.657e; ἐποιεῖτο ἀκροάσεις λογικάς τε καὶ ὀ. ''Supp.Epigr.''2.184.6 (Tanagra, ii B.C.); so of surgeons, τῶν ὀ. οἱ διασημότεροι ''PMed.Lond.''155.2.13; <b class="b3">ἡ ὀ.</b> (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) Plu.''Marc.''14; but [[ὀργανικός]], = [[λογικός]], [[logical]], Elias ''in Porph.''115.17. Adv. [[ὀργανικῶς]] = [[by way of instruments]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1099b28; -κώτερον [[making more use of instruments]], Simp.''in Cael.''504.33; τὸ κινοῦν ὀ. Arist.''de An.''433b21.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0368.png Seite 368]] von, mit Werkzeugen, organisch, μέρη, Arist. eth. 3, 1; auch adv. ὀργανικῶς, 1, 9, 7; Sp., wie Plut. Cat. min. 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne les instruments]];<br /><b>2</b> propre à servir d'instrument, qui agit comme un instrument : εἰς πλήθη PLUT sur les foules.<br />'''Étymologie:''' [[ὄργανον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀργᾰνικός:'''<br /><b class="num">1</b> служащий орудием, т. е. инструментальный, органический: τὰ ὀργανικά (μέρη) Arst. органы тела;<br /><b class="num">2</b> [[механический]], [[машинный]] (ὀργανικαὶ καὶ μηχανικαὶ κατασκευαί Plut.);<br /><b class="num">3</b> перен. [[механический]], [[бездушный]], [[низменный]] (αἱ ὀργανικαὶ ἀρεταί, ''[[sc.]]'' τῶν [[δούλων]] Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[способный воздействовать]] (ὁ ὀ. εἰς τὰ πλήθη [[λόγος]] Plat.).
}}
{{ls
|lstext='''ὀργᾰνικός''': -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ὡς ὄργανου, [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 12· τὰ ὀργ. μέρη ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 3. 1, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.· αἱ ὀργ. ἀρεταί, ἐπὶ δούλου, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 13, 2· ὀργ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαὶ Πλούτ. 2. 718Ε· - ἰδίως ἐπὶ πολεμικῶν μηχανῶν, ἡ ὀργαν. βία Διόδ. 17. 43, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Νεώτ. 4· - ἐπὶ μουσικῆς, Πλούτ. 2. 657D. Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ μέσου ὀργάνων, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 7· τὸ κινοῦν ὀργ. ὀ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 10, 9.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀργανικός]], -ή, -όν) [[όργανον]]<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει ως όργανο<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από όργανα<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει στις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργανο ή σε ζώντα οργανισμό<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελεί αναπόσπαστο [[τμήμα]] ενός οργανισμού<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> (για παθήσεις) αυτός που έχει σωματική [[προέλευση]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[ψυχικό]] ή λειτουργικό («οργανικό [[φύσημα]] της καρδιάς»)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η οργανική</i><br />μία από τις [[οκτώ]] πτώσεις της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας η οποία δήλωνε το όργανο και γενικά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «οργανικές ενώσεις» — γενική [[ονομασία]] τών χημικών ενώσεων που περιέχουν άνθρακα<br />β) «οργανική [[χημεία]]» — [[κλάδος]] της χημείας που αναφέρεται στη [[μελέτη]] του άνθρακα και τών ενώσεών του, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την ανόργανη [[χημεία]]<br />β) «οργανική [[θέση]]» — [[θέση]] που κρίνεται απαραίτητη για την εύρυθμη [[λειτουργία]] μιας υπηρεσίας<br />γ) «[[οργανικός]] [[νόμος]]» — [[θεμελιώδης]] [[νόμος]] που αναφέρεται στα σχετικά με την [[οργάνωση]] ενός κράτους και τών υπηρεσιών του<br />δ) «οργανική [[αρχιτεκτονική]]» — [[αρχιτεκτονική]] [[αντίληψη]] [[κατά]] την οποία οι μορφές τών κτηρίων [[πρέπει]] να υπαγορεύονται όχι μόνον από την αυστηρή [[λειτουργικότητα]] [[αλλά]] και από το [[περιβάλλον]], όπως συμβαίνει στους ζωντανούς οργανισμούς, [[καθώς]] και από τις τοπικές συνθήκες και τις ανάγκες του ατόμου<br />ε) «οργανικές παθήσεις» — οι παθήσεις που οφείλονται σε εμφανή ιστολογική [[αλλοίωση]] ενός οργάνου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις λειτουργικές παθήσεις<br />στ) <b>μουσ.</b> i) «οργανική [[μουσική]]» — [[μουσική]] [[κατά]] την οποία ακούγονται μόνο τα όργανα [[χωρίς]] φωνές, αλλ. ενόργανη [[μουσική]]<br />ii) «οργανικό [[μέρος]]»<br />(σε μία [[παρτιτούρα]]) το [[μέρος]] που έχει [[σχέση]] αποκλειστικά με τα όργανα, με την [[ορχήστρα]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[συγκροτημένος]] με [[λογικό]] τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[αντιληπτός]] με πράξεις<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκευάζεται με όργανο<br /><b>3.</b> (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) <i>ὀργανικώτερον</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε όργανα του σώματος<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τέχνη]] της κατασκευής με τη [[χρήση]] οργάνων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οργανικώς</i> και -ά (ΑΜ ὀργανικῶς)<br />αναφορικά [[προς]] τη [[λειτουργία]] του οργανισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με όργανα<br /><b>2.</b> στη [[θέση]] οργανικής πτώσης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀργᾰνικός:''' -ή, -όν, αυτός που χρησιμεύει ως [[εργαλείο]] ή [[μηχάνημα]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], με μηχανικά μέσα, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀργᾰνικός, ή, όν<br />serving as instruments or engines, Plut. adv. -κῶς, by way of instruments, Arist.
}}
}}