Anonymous

ἀφοπλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Autenrieth
(6_13a)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφοπλίζω''': μέλλ. -ίσω, ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα τινός, τινά τινος Λουκ. Θ. Διάλ. 19. 1· τινὰ Διόδ. 11. 35, Ἀνθ. Πλαν. 4. 171. - Μέσ., ἀφοπλίζεσθαι [[ἔντεα]], ἐκβάλλειν τὸν ὁπλισμόν, Ἰλ. Ψ. 26.
|lstext='''ἀφοπλίζω''': μέλλ. -ίσω, ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα τινός, τινά τινος Λουκ. Θ. Διάλ. 19. 1· τινὰ Διόδ. 11. 35, Ἀνθ. Πλαν. 4. 171. - Μέσ., ἀφοπλίζεσθαι [[ἔντεα]], ἐκβάλλειν τὸν ὁπλισμόν, Ἰλ. Ψ. 26.
}}
{{Autenrieth
|auten=only [[mid]]. ipf. ἀφωπλί- ζοντο, divested [[themselves]] of [[their]] armor; [[ἔντεα]], Il. 23.26†.
}}
}}