Anonymous

περιδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ
Autenrieth
(6_6)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιδίδωμι''': ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ περιδίδομαι, βάλλω [[στοίχημα]], στοιχηματίζω, [[μετὰ]] γεν. πράγματος (δηλ. τῆς [[τιμῆς]]), τρίποδος [[περιδώμεθον]] ἠὲ λέβητος, ἂς στοιχηματίσωμεν δι’ ἕνα τρίποδα, ἂς βάλωμεν [[στοίχημα]] ἕνα τρίποδα (διὰ νὰ πληρώσῃ αὐτὸν [[ὅστις]] χάσῃ), Ἰλ. Ψ. 485· [[ἐμέθεν]] περιδώσομαι αὐτῆς, «[[στοίχημα]] θήσομαι [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ αὐτῆς» (Εὐστάθ.), δηλ. θὰ βάλω ἐμαυτὴν ὡς ἐχέγγυον, Ὀδ. Ψ. 78· π. πότερον …, βάλλω [[στοίχημα]] ἂν …, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1115· οὕτω, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, στοιχηματίζω τὴν κεφαλήν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 791· προστιθεμένης καὶ δοτ. προσ., [[περίδου]] μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, ἔλα νὰ στοιχηματίσωμεν δι’ [[ἅλας]] [[μετὰ]] θύμου τετριμμένον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 772· [[περίδου]] νῦν ἐμοί, εἰ μὴ …, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 644.
|lstext='''περιδίδωμι''': ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ περιδίδομαι, βάλλω [[στοίχημα]], στοιχηματίζω, [[μετὰ]] γεν. πράγματος (δηλ. τῆς [[τιμῆς]]), τρίποδος [[περιδώμεθον]] ἠὲ λέβητος, ἂς στοιχηματίσωμεν δι’ ἕνα τρίποδα, ἂς βάλωμεν [[στοίχημα]] ἕνα τρίποδα (διὰ νὰ πληρώσῃ αὐτὸν [[ὅστις]] χάσῃ), Ἰλ. Ψ. 485· [[ἐμέθεν]] περιδώσομαι αὐτῆς, «[[στοίχημα]] θήσομαι [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ αὐτῆς» (Εὐστάθ.), δηλ. θὰ βάλω ἐμαυτὴν ὡς ἐχέγγυον, Ὀδ. Ψ. 78· π. πότερον …, βάλλω [[στοίχημα]] ἂν …, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1115· οὕτω, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, στοιχηματίζω τὴν κεφαλήν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 791· προστιθεμένης καὶ δοτ. προσ., [[περίδου]] μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, ἔλα νὰ στοιχηματίσωμεν δι’ [[ἅλας]] [[μετὰ]] θύμου τετριμμένον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 772· [[περίδου]] νῦν ἐμοί, εἰ μὴ …, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 644.
}}
{{Autenrieth
|auten=only [[mid]]. fut., and aor. subj. 1 du. [[περιδώμεθον]]: [[mid]]., [[stake]], [[wager]], w. gen. of the [[thing]] risked, Il. 23.485 ; [[ἐμέθεν]] περιδώσομαι αὐτῆς, ‘[[will]] [[stake]] my [[life]],’ Od. 23.78.
}}
}}