3,274,159
edits
(Autenrieth) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippouris | |Transliteration C=ippouris | ||
|Beta Code=i(/ppouris | |Beta Code=i(/ppouris | ||
|Definition=ιδος, ἡ, (οὐρά) as fem. Adj., < | |Definition=ιδος, ἡ, ([[οὐρά]]) as fem. Adj.,<br><span class="bld">A</span> [[horse-tailed]], [[decked with a horse-tail]], freq. in Hom. (esp. Il.), in nom. and acc. ἵππουρις, -ιν, κόρυς Il.6.495; τρυφάλεια 19.382; κυνέη Od. 22.124.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[horse-tail]], Ael.''NA''16.21; [[Satyr's tail]], Phryn.''PS''p.77B.<br><span class="bld">2</span> a water-plant, [[horse-tail]], [[Equisetum silvaticum]], Dsc.4.46, Ps.-Democr.in''Gp.''2.6.27; also, = [[Equisetum maximum]], Dsc.4.47.<br><span class="bld">3</span> a complaint in the [[groin]], caused by [[constant]] [[riding]], dub. in Hp.''Epid.''7.122. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1261.png Seite 1261]] ιδος, ἡ, – 1) adj., mit einem Roßschweife, [[κυνέη]] Il. 3, 336, [[κόρυς]] 6, 495, [[τρυφάλεια]] 19, 382; nur nom. u. acc. ἵππουριν. – 2) subst., – a) der Roßschweif, Ael. H. A. 16, 21. – b) eine Wasserpflanze, mit Blättern od. Haaren wie ein Roßschweif, Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1261.png Seite 1261]] ιδος, ἡ, – 1) adj., mit einem Roßschweife, [[κυνέη]] Il. 3, 336, [[κόρυς]] 6, 495, [[τρυφάλεια]] 19, 382; nur nom. u. acc. ἵππουριν. – 2) subst., – a) der Roßschweif, Ael. H. A. 16, 21. – b) eine Wasserpflanze, mit Blättern od. Haaren wie ein Roßschweif, Diosc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος <i>ou</i> εως ; acc. ιν;<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> garnie d'une queue de cheval;<br /><b>2</b> ἡ [[ἵππουρις]] queue de cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[οὐρά]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἵππουρις:''' adj. f (только nom. и acc. sing. ἵππουριν) украшенный конским хвостом ([[κόρυς]], [[κυνέη]], [[τρυφάλεια]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἵππουρις''': -ιδος, ἡ, (οὐρὰ) ὡς θηλ. ἐπίθ., κεκοσμημένος μὲ ἵππου οὐράν, συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.) ὡς ἐπίθ. τῶν οὐσιαστικῶν: [[κόρυς]], [[κυνέη]], [[τρυφάλεια]], ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. [[ἵππουρις]], -ιν, Ὀδ. Χ. 124, Ἰλ. Γ. 337, Ζ. 495, Τ. 382, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἵππου [[οὐρά]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· Σατύρου [[οὐρά]], Α. Β. 44, 22. 2) ἔνυδρόν τι [[φυτόν]], equisetum, «φύεται ἐν τόποις ἐφύδροις... καυλία ἔχει κενά, ὑπέρυθρα, ὑποτραχέα, στερεά, γόνασι διειλημμένα ἐμπεφυκόσιν εἰς ἄλληλα, περὶ δὲ αὐτὰ σχοινώδη φύλλα πυκνά, λεπτά· αὔξεται δὲ εἰς [[ὕψος]] ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα στελέχη, καὶ κατακρημνᾶται περικεχυμένη κόμαις πολλαῖς μελαίναις, καθάπερ ἵππου οὐρὰ» Διοσκ. 4. 46. 3) [[πάθος]] τι τοῦ μέρους [[ἔνθα]] χωρίζονται τὰ σκέλη προξενούμενον ἐκ τῆς συνεχοῦς ἱππασίας, ἀμφίβολ. λέξ. ἐν Ἱππ. 1240C. | |lstext='''ἵππουρις''': -ιδος, ἡ, (οὐρὰ) ὡς θηλ. ἐπίθ., κεκοσμημένος μὲ ἵππου οὐράν, συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.) ὡς ἐπίθ. τῶν οὐσιαστικῶν: [[κόρυς]], [[κυνέη]], [[τρυφάλεια]], ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. [[ἵππουρις]], -ιν, Ὀδ. Χ. 124, Ἰλ. Γ. 337, Ζ. 495, Τ. 382, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἵππου [[οὐρά]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· Σατύρου [[οὐρά]], Α. Β. 44, 22. 2) ἔνυδρόν τι [[φυτόν]], equisetum, «φύεται ἐν τόποις ἐφύδροις... καυλία ἔχει κενά, ὑπέρυθρα, ὑποτραχέα, στερεά, γόνασι διειλημμένα ἐμπεφυκόσιν εἰς ἄλληλα, περὶ δὲ αὐτὰ σχοινώδη φύλλα πυκνά, λεπτά· αὔξεται δὲ εἰς [[ὕψος]] ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα στελέχη, καὶ κατακρημνᾶται περικεχυμένη κόμαις πολλαῖς μελαίναις, καθάπερ ἵππου οὐρὰ» Διοσκ. 4. 46. 3) [[πάθος]] τι τοῦ μέρους [[ἔνθα]] χωρίζονται τὰ σκέλη προξενούμενον ἐκ τῆς συνεχοῦς ἱππασίας, ἀμφίβολ. λέξ. ἐν Ἱππ. 1240C. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Autenrieth | ||
| | |auten=ιος ([[οὐρά]]): [[with]] horsetail [[plume]], [[epithet]] of the [[helmet]]. (Il. and Od. 22.124.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἵππουρις]], -ούριδος)<br />η [[ουρά]] του ίππου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> το [[σύνολο]] τών τελευταίων ιερών και κοκκυγικών ριζών, οι οποίες προχωρούν [[προς]] τα [[κάτω]] [[λοξά]] και παράλληλα [[προς]] το τελικό [[νημάτιο]] του νωτιαίου μυελού και το καλύπτουν, όπως σκεπάζουν οι [[τρίχες]] την [[ουρά]] του αλόγου<br /><b>2.</b> [[θύσανος]] από [[τρίχες]] ουράς ίππου για [[διακόσμηση]] περικεφαλαίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει θύσανο από [[ουρά]] ίππου, ο διακοσμημένος με [[ουρά]] ίππου («κόρυθ'... ἵππουριν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ουρά]] σατύρου<br /><b>3.</b> [[πάθηση]] του μέρους όπου χωρίζονται τα σκέλη, η οποία προέρχεται από συνεχή [[ιππασία]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] υδρόβιου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ις</i> ([[πρβλ]]. [[άμπωτις]], [[κίθαρις]], [[πάρδαλις]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἵππουρις:''' -ιδος ([[οὐρά]]), ἡ, θηλ. επίθ., αυτός που είναι διακοσμημένος με αλογίσια [[ουρά]], στολισμένος με [[αλογοουρά]], λέγεται για τις περικεφαλαίες, σε Όμηρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἵππουρις, ιδος [[οὐρά]]<br />fem. adj. [[horse]]-tailed, [[decked]] with a [[horse]]-[[tail]], of [[helmet]]s, Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mantoulidis | ||
| | |mantxt=-ιδος (=[[περικεφαλαία]] μέ [[λοφίο]] ἀπό [[τρίχες]] οὐρᾶς ἀλόγου). Ἀπό τό [[ἵππος]] + [[οὐρά]]. | ||
}} | }} |