Anonymous

δουρηνεκής: Difference between revisions

From LSJ
Autenrieth
(6_7)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δουρηνεκής''': -ές, (ἐνεγκεῖν) ἀπέχων βολὴν δόρατος· μόνον κατ’ οὐδ. ὡς ἀπίρρ., Ἰλ. Κ. 357· πρβλ. [[διηνεκής]].
|lstext='''δουρηνεκής''': -ές, (ἐνεγκεῖν) ἀπέχων βολὴν δόρατος· μόνον κατ’ οὐδ. ὡς ἀπίρρ., Ἰλ. Κ. 357· πρβλ. [[διηνεκής]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[δόρυ]], [[ἤνεγκον]]): a [[spear]]'s [[throw]], neut. as adv., Il. 10.357†.
}}
}}