Anonymous

στείομεν: Difference between revisions

From LSJ
Autenrieth
(6_6)
(Autenrieth)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''στείομεν''': Ἐπικ. α΄ πληθ. ὑποτ. ἀορ. β΄τοῦ [[ἵστημι]], Ἰλ. Ο. 297· πρβλ. βείομεν ἀντὶ βῶμεν, [[τραπείομεν]] ἀντὶ τραπῶμεν, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στείοντες· ἱστάμενοι».
|lstext='''στείομεν''': Ἐπικ. α΄ πληθ. ὑποτ. ἀορ. β΄τοῦ [[ἵστημι]], Ἰλ. Ο. 297· πρβλ. βείομεν ἀντὶ βῶμεν, [[τραπείομεν]] ἀντὶ τραπῶμεν, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στείοντες· ἱστάμενοι».
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[ἵστημι]].
}}
}}