Anonymous

κτίζω: Difference between revisions

From LSJ
1,657 bytes added ,  17 August 2017
sl1
(Autenrieth)
(sl1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. [[ἔκτισα]], κτίσσε: [[settle]], [[found]], a [[city]] or [[land]].
|auten=aor. [[ἔκτισα]], κτίσσε: [[settle]], [[found]], a [[city]] or [[land]].
}}
{{Slater
|sltr=[[κτίζω]] (aor. κτᾰσεν, ἔκτισσε, ἔκτᾰσαν; κτᾰσῃ; κτᾰσαιεν, κτίσσειεν: aor. med. ἐκτίσσατο, κτισσάσθαν: aor. [[pass]]. κτίσθη.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[found]], [[establish]] cities, πόλιν Ὑλλίδος στάθμας [[Ἱέρων]] ἐν νόμοις ἔκτισσε (P. 1.62) κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ (P. 4.7) [[ἐπεὶ]] κτίσθη [[νέον]] [[Troy]] (O. 8.37) altars, sanctuaries, εὖτ' ἂν [[Ἡρακλέης]] πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ τεθμόν τε μέγιστον (O. 6.69) ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα (O. 7.42) ἀγῶνα δ' [[Διός]], ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος βωμῷ ἑξάριθμον ἐκτίσσατο (O. 10.25) κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα [[θεῶν]] (P. 5.89) a [[line]], [[people]], [[ἄτερ]] δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον [[γόνον]] (Mommsen: κτισάσθαν, κτησάσθαν, κτησάσθην codd.: sc. [[Pyrrha]] and Deukalion) (O. 9.45)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[settle]], colonize σὺν [[θεῶν]] δέ νιν αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο (Hermann: ἐκτήσατο cod.: sc. Αἴγιναν) (I. 9.4) καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες. Σ.) (Pae. 5.39)
}}
}}