Anonymous

νέοικος: Difference between revisions

From LSJ
sl1
(6_18)
(sl1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νέοικος''': -ον, ὁ νεωστὶ κτησάμενος [[οἶκος]], [[νέος]] [[πολίτης]], Ἐπίχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Θ΄, 26. ΙΙ. ὁ νεωστὶ οἰκοδομηθείς, [[νεόκτιστος]], [[ἕδρα]] Πινδ. Ο. 5. 19.
|lstext='''νέοικος''': -ον, ὁ νεωστὶ κτησάμενος [[οἶκος]], [[νέος]] [[πολίτης]], Ἐπίχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Θ΄, 26. ΙΙ. ὁ νεωστὶ οἰκοδομηθείς, [[νεόκτιστος]], [[ἕδρα]] Πινδ. Ο. 5. 19.
}}
{{Slater
|sltr=[[νέοικος]], -ον</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[new]] founded ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν (sc. Ψαῦμις, of Kamarina, refounded in 461 B. C.) (O. 5.8)
}}
}}