Anonymous

στέλεχος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(sl1)
mNo edit summary
 
(30 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stelechos
|Transliteration C=stelechos
|Beta Code=ste/lexos
|Beta Code=ste/lexos
|Definition=εος, τό, also ὁ Luc.<span class="title">VH</span>1.8, <span class="bibl">Poll.10.166</span>, cj. in <span class="bibl">Alciphr. 3.55</span>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">crown of the root</b>, whence the stem or trunk springs, δρυὸς ἐν στελέχει <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>10.61</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.8.55</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>60.2</span>; <b class="b3">αἴγειρος . . δεδιχασμένη ἑνὸς ἐκ στελέχους</b> Lyr. in <span class="title">Philol.</span>80.334. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">trunk, log</b>, στελέχη φέρειν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>336</span> (lyr.); ἐκπρεμνίζειν στελέχη <span class="bibl">D.43.69</span>; <b class="b3">εἰσδυόμενος εἰς τὰ σ</b>., of <b class="b2">hollow trunks</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>559a10</span>; κύων σ. ἔτεκε <span class="bibl">Hecat.15</span> J. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., <b class="b2">blockhead</b>, <span class="bibl">Lysipp.7</span>.</span>
|Definition=στελέχεος, contr. στελέχους, τό, ([[στέλλω]]) also ὁ Luc.''VH''1.8, Poll.10.166, cj. in Alciphr. 3.55:—<br><span class="bld">A</span> [[crown of the root]], whence the [[stem]] or [[trunk]] [[spring]]s, δρυὸς ἐν στελέχει Pi.''N.''10.61, cf. [[Herodotus|Hdt.]]8.55, Arist.''Ath.''60.2; [[αἴγειρος]].. δεδιχασμένη ἑνὸς ἐκ στελέχους Lyr. in ''Philol.''80.334.<br><span class="bld">2</span> [[trunk]], [[log]], στελέχη φέρειν Ar.''Lys.''336 (lyr.); [[ἐκπρεμνίζειν]] στελέχη D.43.69; <b class="b3">εἰσδυόμενος εἰς τὰ στελέχη</b>, of [[hollow]] [[trunk]]s, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''559a10; κύων σ. ἔτεκε Hecat.15 J.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[blockhead]], Lysipp.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0933.png Seite 933]] τό, das Stammende, unten an der Wurzel, der Stamm; δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους, Pind. N. 10, 61; Her. 8, 55; Klotz, Block, Ar. Lys. 336, ἐκπρεμνίζειν στελέχη, Dem. 43, 69, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0933.png Seite 933]] τό, das [[Stammende]], unten an der [[Wurzel]], der [[Stamm]]; δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους, Pind. N. 10, 61; Her. 8, 55; Klotz, Block, Ar. Lys. 336, ἐκπρεμνίζειν στελέχη, Dem. 43, 69, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''στέλεχος''': τό, καὶ ὁ, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 8, [[Πολυδ]]. Ι΄, 166· (ἴδε ἐν λέξ. [[στέλλω]])· ― ἡ κορυφὴ ἢ [[στεφάνη]] τῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ [[πρέμνον]] ἢ ὁ κορμὸς ἄρχεται φυόμενος, Λατ. codex, δρυὸς ἐν στελέχει Πινδ. Ν. 10. 115, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55. 2) [[καθόλου]], [[κορμός]], [[ξύλον]], στελέχη φέρειν, ”portare fustes”, Ἀριστοφ. Λυσ. 336· ἐκπρεμνίζειν στελέχη Δημ. 1073, 27· εἰσδύεσθαι εἰς τὰ στ., ἐπὶ κοίλων κορμῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 7. 3) μεταφορ., [[ἄνθρωπος]] [[βλάξ]], «κούτσουρο», «γομάρι», (ὡς τὸ Λατ. stipes), Λύσιππ. ἐν Ἀδήλ. 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />base de la tige <i>ou</i> du tronc ; tige, tronc ; souche.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[στελεά]].<br /><span class="bld">2</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><i>c.</i> [[στέλεχος]]¹.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[στελεά]].
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />base de la tige <i>ou</i> du tronc ; tige, tronc ; souche.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[στελεά]].<br /><span class="bld">2</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><i>c.</i> [[στέλεχος]]¹.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[στελεά]].
}}
{{elnl
|elnltext=στέλεχος στελέχεος, contr. στελέχους; of -ου τό ([[στέλλω]]) [[boomstronk]], [[stronk]].
}}
{{elru
|elrutext='''στέλεχος:''' εος τό, Dem. ὁ<br /><b class="num">1</b> [[нижняя часть ствола]], [[пень]] Pind., Her., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[бревно]], [[полено]] Arph., Dem.
}}
{{ls
|lstext='''στέλεχος''': τό, καὶ ὁ, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 8, Πολυδ. Ι΄, 166· (ἴδε ἐν λέξ. [[στέλλω]])· ― ἡ κορυφὴ ἢ [[στεφάνη]] τῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ [[πρέμνον]] ἢ ὁ κορμὸς ἄρχεται φυόμενος, Λατ. codex, δρυὸς ἐν στελέχει Πινδ. Ν. 10. 115, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55. 2) [[καθόλου]], [[κορμός]], [[ξύλον]], στελέχη φέρειν, ”portare fustes”, Ἀριστοφ. Λυσ. 336· ἐκπρεμνίζειν στελέχη Δημ. 1073, 27· εἰσδύεσθαι εἰς τὰ στ., ἐπὶ κοίλων κορμῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 7. 3) μεταφορ., [[ἄνθρωπος]] [[βλάξ]], «κούτσουρο», «γομάρι», (ὡς τὸ Λατ. stipes), Λύσιππ. ἐν Ἀδήλ. 1.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[στέλεχος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>([[hollow]]) [[trunk]] of a [[tree]]. ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους (N. 10.61)
|sltr=[[στέλεχος]] ([[hollow]]) [[trunk]] of a [[tree]]. ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους (N. 10.61)
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ και [[στέλεχος]], ὁ, Α<br />[[βλαστός]] δέντρου ή φυτού («δρυὸς ἐν στελέχει», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το κύριο [[σώμα]] ενός πράγματος, ο [[κορμός]] του, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα τμήματά του<br /><b>2.</b> το βασικό [[μέρος]] διπλότυπου βιβλίου αποδείξεων πληρωμών, εισιτηρίων, λαχείων κ.ά., το οποίο απομένει στον εκδότη<br /><b>3.</b> <b>τεχνολ.</b> α) ξύλινη ή μεταλλική [[ράβδος]] που αποτελεί [[λαβή]] εργαλείου ή μοχλό μηχανής ή [[άλλο]] [[μέρος]] της<br />β) (ειδικά) ο [[στειλεός]], το [[στειλιάρι]]<br /><b>4.</b> <b>στρατ.</b> [[κάθε]] [[αξιωματικός]], [[εκτός]] από τον διοικητή, ή [[υπαξιωματικός]] μιας στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας<br /><b>5.</b> ενεργό και σημαντικό [[μέλος]] πολιτικού [[κόμματος]], οργάνωσης, υπηρεσίας ή επιχείρησης (α. «πολιτικό [[στέλεχος]]» β. «ηγετικό [[στέλεχος]]»)<br /><b>6.</b> <b>ανατ.</b> ο [[κύριος]] [[κορμός]] νεύρων ή αγγείων από τον οποίο αυτά διακλαδίζονται<br /><b>7.</b> <b>(μικρβλ.)</b> α) καθαρή [[καλλιέργεια]] ενός είδους μικροβίου που προέρχεται από έναν και μόνο αρχικό κλώνο, ο [[οποίος]] διαφέρει από τους άλλους του ίδιου είδους σε ορισμένους φυσιολογικούς χαρακτήρες<br />β) [[σύνολο]] κυττάρων ή ιών που προέρχονται από τον ίδιο κλώνο και εμφανίζουν τα τυπικά χαρακτηριστικά του αρχικού βακτηρίου ή ιού<br /><b>8.</b> <b>ζωοτ.</b> σχετικά ομογενές [[σύνολο]] ζώων τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν από ένα ορισμένο επίπεδο αποδόσεων<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[κύτταρο]] [[στέλεχος]]»<br /><b>(γενετ.)</b> προγονικό [[κύτταρο]] το οποίο δίνει [[γένεση]] σε μια κυτταρική [[γενιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κορυφή]] ή η [[στεφάνη]] της ρίζας δένδρου από την οποία αρχίζει ο [[βλαστός]]<br /><b>2.</b> [[κομμάτι]] ξύλου κομμένου από κορμό δέντρου<br /><b>3.</b> [[κοίλος]] [[κορμός]] δέντρου («εἰσδυόμενος εἰς τὰ στελέχη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ανόητος]] και [[άξεστος]] [[άνθρωπος]], [[κούτσουρο]], [[στειλιάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>στέλε</i>-<i>χος</i> έχει σχηματιστεί από το θ. τών [[στελεά]] / [[στελεός]], με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>πρβλ.</b> [[σέλα]]-<i>χος</i>, <i>τέμα</i>-<i>χος</i>). Η [[αναγωγή]] τών τ. στη [[ρίζα]] <i>stel</i>- του [[στέλλω]], αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί (<b>βλ.</b> και λ. [[στελεά]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στέλεχος:''' τό ([[στέλλω]]), [[στεφάνη]], [[κορυφή]] ρίζας, από όπου αρχίζει να φύεται ο [[κορμός]], [[καυλός]], [[κοτσάνι]], [[μίσχος]], Λατ. [[codex]], σε Πίνδ., Δημ
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στέλεχος]], εος, τό, [[στέλλω]]<br />the [[crown]] of the [[root]], [[stump]], [[whence]] the [[trunk]] springs, Lat. [[codex]], Pind., Dem.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[trunk]], [[trunk of a tree]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κορμός]], [[ξύλο]]). Πιθανόν Ἀπό ρίζα στελ- τοῦ [[στέλλω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}