Anonymous

ἄμελξις: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_8)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμελξις''': -εως, ἡ, ([[ἀμέλγω]]) «ἄρμεγμα», Πινδ. Ἀποσπ. 73, Ἑβδ. (Ἰὼβ κ΄, 17).
|lstext='''ἄμελξις''': -εως, ἡ, ([[ἀμέλγω]]) «ἄρμεγμα», Πινδ. Ἀποσπ. 73, Ἑβδ. (Ἰὼβ κ΄, 17).
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰμελξις</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> milking Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.
}}
}}