Anonymous

ἄκασκα: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_1)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκασκᾰ''': (*ἀκὴ ΙΙ), ἐπίρρ. [[ἥσυχα]], [[ἄνευ]] θορύβου· ἄκ. προβῶντες, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 5. - «ἡσύχως, μαλακῶς, βραδέως», Ἡσύχ.
|lstext='''ἄκασκᾰ''': (*ἀκὴ ΙΙ), ἐπίρρ. [[ἥσυχα]], [[ἄνευ]] θορύβου· ἄκ. προβῶντες, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 5. - «ἡσύχως, μαλακῶς, βραδέως», Ἡσύχ.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἄκασκα]]] [[ἄκασκα]]· τὸν [[[μηδὲ]]]ν κακὸν ποιοῦντ(α)[ (supp. Lobel) Σ. fr. 6a (c) = fr. 28. cf. Eustath., [[proem]]. Pind. § 21, καὶ τὸ [[ἀκασκᾶ]], ὃ δηλοῖ τὸ ἡσυχῶς (ἀκασκᾷ ed. vulg.).
}}
}}