Anonymous

ἐξερείπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt="
(21)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksereipo
|Transliteration C=eksereipo
|Beta Code=e)cerei/pw
|Beta Code=e)cerei/pw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">strike off</b>, ὄζους δρυὸς πελέκει <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.264</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> more freq. intr. in aor. 2 <b class="b3">ἐξήρῐπον</b>, inf. <b class="b3">ἐξερῐπεῖν</b>:—<b class="b2">fall to earth</b>, ὡς δ' ὅθ' ὑπὸ ῥιπῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῦς <span class="bibl">Il.14.414</span>; <b class="b3">χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα</b> the mane <b class="b2">streaming downwards from</b> the yoke-cushion, <span class="bibl">17.440</span>; [<b class="b3">κάπροι] αὐχένας ἐξεριπόντες</b> <b class="b2">letting</b> their necks <b class="b2">fall on the ground</b>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span> 174</span>; <b class="b2">fall down</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>704</span>.—Mostly Ep., but <b class="b3">ᾗ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα</b> where the fractured part <b class="b2">projects</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>12</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[strike off]], ὄζους δρυὸς πελέκει Pi.''P.''4.264.<br><span class="bld">II</span> more freq. intr. in aor. 2 ἐξήρῐπον, inf. ἐξερῐπεῖν:—[[fall to earth]], ὡς δ' ὅθ' ὑπὸ ῥιπῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῦς Il.14.414; <b class="b3">χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα</b> the mane [[streaming downwards from]] the yoke-cushion, 17.440; [κάπροι] αὐχένας ἐξεριπόντες [[letting]] their necks [[fall on the ground]], Hes.''Sc.'' 174; [[fall down]], Id.''Th.''704.—Mostly Ep., but <b class="b3">ᾗ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα</b> where the fractured part [[projects]], Hp.''Off.''12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0878.png Seite 878]] (s. [[ἐρείπω]]), zu Boden werfen, niederhauen; ὄζους δρυὸς πελέκει ἐξερείψαι κεν Pind. P. 4, 264; – aor. II. ἐξήριπον, intr., zu Boden stürzen, niederfallen, [[δρῦς]] Il. 14, 414; [[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῦσα, die aus dem Joch herabfallende Mähne, 17, 440; vgl. Hes. Th. 704; κάπροι αὐχένας ἐξεριπόντες, mit gesenktem Nacken, Sc. 174.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0878.png Seite 878]] (s. [[ἐρείπω]]), zu Boden werfen, niederhauen; ὄζους δρυὸς πελέκει ἐξερείψαι κεν Pind. P. 4, 264; – aor. II. ἐξήριπον, intr., zu Boden stürzen, niederfallen, [[δρῦς]] Il. 14, 414; [[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῦσα, die aus dem Joch herabfallende Mähne, 17, 440; vgl. Hes. Th. 704; κάπροι αὐχένας ἐξεριπόντες, mit gesenktem Nacken, Sc. 174.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao2.</i> ἐξήριπον;<br /><b>1</b> [[tomber à terre]] <i>en parl. d'un arbre</i>;<br /><b>2</b> avec le gén. tomber de, pendre de ; <i>abs.</i> être penché.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐρείπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξερείπω:'''<br /><b class="num">1</b> [[валить]], [[срубать]] (ὄζους δρυὸς πελέκει Pind.);<br /><b class="num">2</b> (только aor. 2) валиться, падать ([[δρῦς]] ἐξήριπε Hom.; [[ὑψόθεν]] Hes.): κάπροι αὐχένας ἐξεριπόντες Hes. кабаны с низко опущенными шеями.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξερείπω''': [[περικόπτω]], ὡς γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν μεγάλας δρυὸς Πινδ. Π. 4, 469. ΙΙ. συχνότερον ἀμεταβάτως κατ’ ἀόρ. β΄ ἐξήρῐπον, ἀπαρ. ἐξερῐπεῖν: [[πίπτω]] εἰς τὴν γῆν, ὡς δ’ ὅθ’ ὑπὸ ῥιπῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ [[δρῦς]], «ἐκπέσῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 414· [[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῦσα, ἐκπεσοῦσα τῆς ζεύγλης, περὶ τῶν ἵππων τοῦ Πατρόκλου, Ρ. 440· κάπροι αὐχένος ἐξεριπόντες, ἔχοντες ἐρριμένους αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 174: [[πίπτω]] [[κάτω]], [[καταπίπτω]], τῆς μὲν ἐρειπομένης, τοῦ δὲ [[ὑψόθεν]] ἐξεριπόντος, «τῆς μὲν (γῆς) ἐρριμένης [[κάτω]], τοῦ δὲ (οὐρανοῦ) ἐπικειμένου» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 704· - κατὰ τὸ πλεῖστον Ἐπ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 745 (ἐξ εἰκασίας Foës.), ᾗ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα, [[ἔνθα]] τὸ [[κάταγμα]] πράγματι ἐγένετο.
|lstext='''ἐξερείπω''': [[περικόπτω]], ὡς γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν μεγάλας δρυὸς Πινδ. Π. 4, 469. ΙΙ. συχνότερον ἀμεταβάτως κατ’ ἀόρ. β΄ ἐξήρῐπον, ἀπαρ. ἐξερῐπεῖν: [[πίπτω]] εἰς τὴν γῆν, ὡς δ’ ὅθ’ ὑπὸ ῥιπῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ [[δρῦς]], «ἐκπέσῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 414· [[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῦσα, ἐκπεσοῦσα τῆς ζεύγλης, περὶ τῶν ἵππων τοῦ Πατρόκλου, Ρ. 440· κάπροι αὐχένος ἐξεριπόντες, ἔχοντες ἐρριμένους αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 174: [[πίπτω]] [[κάτω]], [[καταπίπτω]], τῆς μὲν ἐρειπομένης, τοῦ δὲ [[ὑψόθεν]] ἐξεριπόντος, «τῆς μὲν (γῆς) ἐρριμένης [[κάτω]], τοῦ δὲ (οὐρανοῦ) ἐπικειμένου» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 704· - κατὰ τὸ πλεῖστον Ἐπ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 745 (ἐξ εἰκασίας Foës.), ᾗ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα, [[ἔνθα]] τὸ [[κάταγμα]] πράγματι ἐγένετο.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao2.</i> ἐξήριπον;<br /><b>1</b> tomber à terre <i>en parl. d’un arbre</i>;<br /><b>2</b> avec le gén. tomber de, pendre de ; <i>abs.</i> être penché.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐρείπω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἐξερείπω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[strike]] [[off]] εἰ [[γάρ]] [[τις]] ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψειεν μεγάλας [[δρυός]] (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψῃ κεν Bergk: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) (P. 4.264)
|sltr=[[ἐξερείπω]] [[strike]] [[off]] εἰ [[γάρ]] [[τις]] ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψειεν μεγάλας [[δρυός]] (Tiersch: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψῃ κεν Bergk: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) (P. 4.264)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξερείπω]] (Α) [[ερείπω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]]<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] στη γη («ὡς δ' ὅθ' ὑπὸ πληγῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῡς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προβάλλω]], [[προεξέχω]] («ᾖ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα», Ιπποκρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξερείπω:''' [[περικόπτω]]· αμτβ. στον αόρ. βʹ <i>ἐξήρῐπον</i>, απαρ. <i>ἐξερῐπεῖν</i>, [[πέφτω]] στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῦσα, η [[χαίτη]] που ανεμίζει προς τα [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], στο ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[strike]] off: intr. in aor, 2 ἐξήρῐπον, inf. ἐξερῐπεῖν, to [[fall]] to [[earth]], Il.; [[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῦσα the [[mane]] [[streaming]] downwards from the [[yoke]], Il.
}}
}}