Anonymous

εὐαγορέω: Difference between revisions

From LSJ
21
(6_8)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐᾱγορέω''': εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ [[εὐηγορέω]], [[εὐηγορία]].
|lstext='''εὐᾱγορέω''': εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ [[εὐηγορέω]], [[εὐηγορία]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>εὐᾱγορέω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[praise]] [[formally]] ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων [[ἄρηται]] [[κῦδος]] ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς [[κέρδος]] ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)
}}
}}